Η τέχνη του ψηφιδωτού είναι μια τέχνη αυτόνομη. Η πέτρα, το βότσαλο, η υαλόμαζα, έγιναν εδώ και πολλά χρόνια μέσα έκφρασης του τεχνίτη και γνώρισαν κατά καιρούς μια μοναδική, αξεπέραστη ακμή.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΨΗΦΙΔΩΤΟ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΨΗΦΙΔΩΤΟΥ. ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΑ ΨΗΦΙΔΩΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΨΗΦΙΔΩΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΨΗΦΙΔΩΤΑ ΨΗΦΙΔΩΤΑ ΑΝΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΜΕ ΨΗΦΙΔΩΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΨΗΦΙΔΩΤΑ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΚΟΝΙΑΜΑΤΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΨΗΦΙΔΩΤΟΥ ΣΧΟΛΕΣ ΨΗΦΙΔΩΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΨΗΦΙΔΩΤΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΨΗΦΙΔΩΤΟΥ ΤΑ ΨΗΦΙΔΩΤΑ ΜΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΨΗΦΙΔΩΤΟΥ
Ιστορία του ψηφιδωτού
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Με το όρο ιστορία του ψηφιδωτού εννοείται η διαχρονική θεώρηση της συγκεκριμένης τέχνης από την προϊστορία έως τη σύγχρονη εποχή, με τους συναφείς ιστορικούς κύκλους άνθησης, παρακμής και αναγέννησης του ενδιαφέροντος των καλλιτεχνών, πρώιμων ή ύστερων για την απεικονιστική δύναμη της ψηφιδωτής σύνθεσης. Το ιστορικό περίγραμμα της τέχνης του ψηφιδωτού διαιρείται σε τρεις κύριες φάσεις, με τις επιμέρους αναλυτικές περιόδους τους:
Τα πρώτα ψηφιδωτά που παρουσιάζονται στην ιστορία της τέχνης είναι τα ψηφιδωτά δάπεδα των Μακεδονικών ανακτόρων. Για την κατασκευή τους χρησιμοποιείται το φυσικό βότσαλο
Οι Βαβυλώνιοι ανέπτυξαν πολύ στην τέχνη την τεχνική της τερακότας, η οποία προσομοιάζει πολύ με την πορσελάνη. Κατόρθωσαν δε να τη χρωματίσουν και να την εμφιαλώσουν δηλαδή να την επενδύσουν με ένα είδος γυαλιού. Με αυτό το υλικό δημιουργούσαν σε τεράστια μεγέθη έργα, όπως φτερωτούς λέοντες ή ανθρώπινες μορφές, συνήθως στρατιώτες. Με αυτές τις παραστάσεις διακοσμούσαν την εξωτερική όψη των τειχών, ένθεν και ένθεν των πυλών, στις οχυρωμένες πόλεις τους. Έτσι η τέχνη αυτή θεωρήθηκε από πολλούς σαν ο πρόδρομος του ψηφιδωτού.
Με το όρο ιστορία του ψηφιδωτού εννοείται η διαχρονική θεώρηση της συγκεκριμένης τέχνης από την προϊστορία έως τη σύγχρονη εποχή, με τους συναφείς ιστορικούς κύκλους άνθησης, παρακμής και αναγέννησης του ενδιαφέροντος των καλλιτεχνών, πρώιμων ή ύστερων για την απεικονιστική δύναμη της ψηφιδωτής σύνθεσης. Το ιστορικό περίγραμμα της τέχνης του ψηφιδωτού διαιρείται σε τρεις κύριες φάσεις, με τις επιμέρους αναλυτικές περιόδους τους:
- Την αποκαλούμενη «κλασική» από τις απαρχές της τέχνης στην Εγγύς Ανατολή έως τα θολωτά ψηφιδωτά της πρωτοχριστιανικής τέχνης (Sta. Costanza[1]).
- Τη μεγάλη «Μεσαιωνική-Βυζαντινή» φάση με τα εντοιχισμένα και θολωτά ψηφιδωτά
- Τη «σύγχρονη» φάση, η οποία ξεκινά με την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος κατά την περίοδο της Αναγέννησης[2].
Τα πρώτα ψηφιδωτά που παρουσιάζονται στην ιστορία της τέχνης είναι τα ψηφιδωτά δάπεδα των Μακεδονικών ανακτόρων. Για την κατασκευή τους χρησιμοποιείται το φυσικό βότσαλο
Οι Βαβυλώνιοι ανέπτυξαν πολύ στην τέχνη την τεχνική της τερακότας, η οποία προσομοιάζει πολύ με την πορσελάνη. Κατόρθωσαν δε να τη χρωματίσουν και να την εμφιαλώσουν δηλαδή να την επενδύσουν με ένα είδος γυαλιού. Με αυτό το υλικό δημιουργούσαν σε τεράστια μεγέθη έργα, όπως φτερωτούς λέοντες ή ανθρώπινες μορφές, συνήθως στρατιώτες. Με αυτές τις παραστάσεις διακοσμούσαν την εξωτερική όψη των τειχών, ένθεν και ένθεν των πυλών, στις οχυρωμένες πόλεις τους. Έτσι η τέχνη αυτή θεωρήθηκε από πολλούς σαν ο πρόδρομος του ψηφιδωτού.
The history of mosaic art -
Mosaics in the ancient world The history of mosaic goes back some 4,000 years or more, with the use of terracotta cones pushed point-first into a background to give decoration. By the eighth century BC, there were pebble pavements, using different coloured stones to create patterns, although these tended to be unstructured decoration. It was the Greeks, in the four centuries BC, who raised the pebble technique to an art form, with precise geometric patterns and detailed scenes of people and animals.
By 200 BC, specially manufactured pieces ("tesserae") were being used to give extra detail and range of colour to the work. Using small tesserae, sometimes only a few millimetres in size, meant that mosaics could imitate paintings. Many of the mosaics preserved at, for example, Pompeii were the work of Greek artists.
The mosaic here shows the god Neptune with Amphitrite (on the right) and is in Herculaneum, Italy. It is a wall mosaic which uses pieces of glass to give the vivid colours and reflect light. Glass was not suitable for floor mosaics. Here, the tesserae were mainly small cubes of marble or other stone. Sometimes bits of pottery, such as terracotta, or brick were used to provide a range of colours.
The expansion of the Roman Empire took mosaics further afield, although the level of skill and artistry was diluted. If you compare mosaics from Roman Britain with Italian ones you will notice that the British examples are simpler in design and less accomplished in technique.
Typically Roman subjects were scenes celebrating their gods, domestic themes and geometric designs. The inter-twined rope border effect here is called "guilloche".
This mosaic is in the museum at Winchester, Hampshire, UK.
Click for a list of Roman mosaics you can see on this site
Mosaics in the ancient world The history of mosaic goes back some 4,000 years or more, with the use of terracotta cones pushed point-first into a background to give decoration. By the eighth century BC, there were pebble pavements, using different coloured stones to create patterns, although these tended to be unstructured decoration. It was the Greeks, in the four centuries BC, who raised the pebble technique to an art form, with precise geometric patterns and detailed scenes of people and animals.
By 200 BC, specially manufactured pieces ("tesserae") were being used to give extra detail and range of colour to the work. Using small tesserae, sometimes only a few millimetres in size, meant that mosaics could imitate paintings. Many of the mosaics preserved at, for example, Pompeii were the work of Greek artists.
The mosaic here shows the god Neptune with Amphitrite (on the right) and is in Herculaneum, Italy. It is a wall mosaic which uses pieces of glass to give the vivid colours and reflect light. Glass was not suitable for floor mosaics. Here, the tesserae were mainly small cubes of marble or other stone. Sometimes bits of pottery, such as terracotta, or brick were used to provide a range of colours.
The expansion of the Roman Empire took mosaics further afield, although the level of skill and artistry was diluted. If you compare mosaics from Roman Britain with Italian ones you will notice that the British examples are simpler in design and less accomplished in technique.
Typically Roman subjects were scenes celebrating their gods, domestic themes and geometric designs. The inter-twined rope border effect here is called "guilloche".
This mosaic is in the museum at Winchester, Hampshire, UK.
Click for a list of Roman mosaics you can see on this site
Προϊστορία - πρωτοϊστορία
Βοτσαλωτό ψηφιδωτό από το Γόρδιον Η τέχνη του ψηφιδωτού εμφανίζεται στην ιστορία από την τέταρτη χιλιετία π.Χ./Π.Κ.Ε., όταν χρησιμοποιήθηκαν κώνοι οπτής γης (τερακότα, terracotta) εντυπωμένοι σε δάπεδα ή στο έδαφος, για την παραγωγή συγκεκριμένων διακοσμητικών μοτίβων[3]. Ανάμεσα στα πρωιμότερα ψηφιδωτά τέχνεργα περιλαμβάνονται τοίχοι από τη Μεσοποταμία ή στήλες από την Ουρούκ, στις οποίες οι κώνοι δημιουργούσαν γεωμετρικά μοτίβα[4]. Εκεί αποκαλύφθηκαν τοίχοι, στύλοι (αψιδοστάτες) και κίονες διακοσμημένοι με κώνους ασβεστόλιθου ή πηλού, εμβαπτισμένους σε χρωστική ουσία και εμπίεστους σε πισσάσφαλτο.
Κατά τα μέσα της 3ης χιλιετίας ΠΚΕ τα φατνώματα κοσμούνταν με σχεδιάσματα δημιουργημένα από όστρεα, λάπις λάζουλι (lapis lazuli) και χρωματισμένο ασβεστόλιθο, επίσης εμπίεστο σε πισσάσφαλτο. Τέτοια φατνώματα ανακαλύφθηκαν σε πολλές πόλεις της Μεσοποταμίας, ιδιαίτερα στην Ουρ. Ωστόσο, το θεμέλιο της ελληνικής παράδοσης στην κατασκευή επιδαπέδιων ψηφιδωτών βρίσκεται πιθανώς στα ψηφιδωτά δάπεδα που κατασκευάζονταν στην Ασσυρία και τη Φρυγία με ποτάμιους λίθους (βότσαλα) σε μεταγενέστερες περιόδους, κατά τον 8ο και 7ο αι. ΠΚΕ. Δύο τέτοια μωσαϊκά ανασκάφτηκαν στην Ασσούρ, από τον Γερμανό αρχαιολόγο Βάλτερ Άντρε (Walter Andrae), στο σύμπλεγμα του ναού Άνου-Αντάντ (Anu-Adad)[5].
Στην Τιλ, σημ. Τιλέ Χουγιούκ (Tille Höyük) στην ΝΑ Τουρκία, σε οικισμό του νεοχιττιτικού κράτους του Κουμούκ που κατακτήθηκε από τον Σαργκόν Β' της Ασσυρίας (περ. 721–705 ΠΚΕ), ανασκάφτηκε μια διώροφη κατοικία με μακρά στενά δώματα παρατεταγμένα γύρω από μία περίκλειστη, εσωτερική αυλή. Η αυλή ήταν καλυμμένη με ψηφιδωτό δάπεδο 238 λευκών και μαύρων τετραγώνων (σκακιέρα) και τέσσερα ερυθρά τετράγωνα τοποθετημένα έτσι ώστε να υποδεικνύουν την κύρια είσοδο της κατοικίας[6]
Σημαντική αλλαγή της χρήσης του ψηφιδωτού δαπέδου παρατηρείται στη Φρυγία. Το Γόρδιον, η πρωτεύουσα της Φρυγίας, ήταν πλούσια κοσμημένη με επιδαπέδια (βοτσαλωτά) ψηφιδωτά ήδη από τον 8ο ΠΚΕ αι. Τρία από αυτά τα ψηφιδωτά αποκαλύφθηκαν σε μεγαρόσχημα κτήρια που καταστράφηκαν από τους Κιμμέριους στα τέλη του 8ου αρχές του 7ου ΠΚΕ αι. Χρονολογούνται ως σύγχρονα των μωσαϊκών της Ασσυρίας, αλλά έχουν διαφορετική χρήση στο χώρο. Χρησιμοποιούνται στα σημαντικότερα δώματα και όχι στους εξωτερικούς χώρους, η δε τεχνική τους θεωρείται εξαιρετική[7]. Κεντρική Αμερική Στο πλαίσιο της μεσοαμερικανικής καλλιτεχνικής παραγωγής ο όρος ψηφιδωτό βρίσκει την εφαρμογή του όχι μόνο σε αρχιτεκτονικές επιφάνειες, όπως συμβαίνει στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, αλλά σε μια ποικιλία αντικειμένων, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται αγγεία, ασπίδες, προσωπεία, ανθρώπινα κρανία, λαβές εγχειριδίων και λατρευτικά ειδώλια. Το μέσον της διακόσμησης είναι θραύσματα σκληρών λίθων και άλλα υλικά.
Κατά τα μέσα της 3ης χιλιετίας ΠΚΕ τα φατνώματα κοσμούνταν με σχεδιάσματα δημιουργημένα από όστρεα, λάπις λάζουλι (lapis lazuli) και χρωματισμένο ασβεστόλιθο, επίσης εμπίεστο σε πισσάσφαλτο. Τέτοια φατνώματα ανακαλύφθηκαν σε πολλές πόλεις της Μεσοποταμίας, ιδιαίτερα στην Ουρ. Ωστόσο, το θεμέλιο της ελληνικής παράδοσης στην κατασκευή επιδαπέδιων ψηφιδωτών βρίσκεται πιθανώς στα ψηφιδωτά δάπεδα που κατασκευάζονταν στην Ασσυρία και τη Φρυγία με ποτάμιους λίθους (βότσαλα) σε μεταγενέστερες περιόδους, κατά τον 8ο και 7ο αι. ΠΚΕ. Δύο τέτοια μωσαϊκά ανασκάφτηκαν στην Ασσούρ, από τον Γερμανό αρχαιολόγο Βάλτερ Άντρε (Walter Andrae), στο σύμπλεγμα του ναού Άνου-Αντάντ (Anu-Adad)[5].
Στην Τιλ, σημ. Τιλέ Χουγιούκ (Tille Höyük) στην ΝΑ Τουρκία, σε οικισμό του νεοχιττιτικού κράτους του Κουμούκ που κατακτήθηκε από τον Σαργκόν Β' της Ασσυρίας (περ. 721–705 ΠΚΕ), ανασκάφτηκε μια διώροφη κατοικία με μακρά στενά δώματα παρατεταγμένα γύρω από μία περίκλειστη, εσωτερική αυλή. Η αυλή ήταν καλυμμένη με ψηφιδωτό δάπεδο 238 λευκών και μαύρων τετραγώνων (σκακιέρα) και τέσσερα ερυθρά τετράγωνα τοποθετημένα έτσι ώστε να υποδεικνύουν την κύρια είσοδο της κατοικίας[6]
Σημαντική αλλαγή της χρήσης του ψηφιδωτού δαπέδου παρατηρείται στη Φρυγία. Το Γόρδιον, η πρωτεύουσα της Φρυγίας, ήταν πλούσια κοσμημένη με επιδαπέδια (βοτσαλωτά) ψηφιδωτά ήδη από τον 8ο ΠΚΕ αι. Τρία από αυτά τα ψηφιδωτά αποκαλύφθηκαν σε μεγαρόσχημα κτήρια που καταστράφηκαν από τους Κιμμέριους στα τέλη του 8ου αρχές του 7ου ΠΚΕ αι. Χρονολογούνται ως σύγχρονα των μωσαϊκών της Ασσυρίας, αλλά έχουν διαφορετική χρήση στο χώρο. Χρησιμοποιούνται στα σημαντικότερα δώματα και όχι στους εξωτερικούς χώρους, η δε τεχνική τους θεωρείται εξαιρετική[7]. Κεντρική Αμερική Στο πλαίσιο της μεσοαμερικανικής καλλιτεχνικής παραγωγής ο όρος ψηφιδωτό βρίσκει την εφαρμογή του όχι μόνο σε αρχιτεκτονικές επιφάνειες, όπως συμβαίνει στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, αλλά σε μια ποικιλία αντικειμένων, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται αγγεία, ασπίδες, προσωπεία, ανθρώπινα κρανία, λαβές εγχειριδίων και λατρευτικά ειδώλια. Το μέσον της διακόσμησης είναι θραύσματα σκληρών λίθων και άλλα υλικά.
Κεντρική Αμερική
Στο πλαίσιο της μεσοαμερικανικής καλλιτεχνικής παραγωγής ο όρος ψηφιδωτό βρίσκει την εφαρμογή του όχι μόνο σε αρχιτεκτονικές επιφάνειες, όπως συμβαίνει στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, αλλά σε μια ποικιλία αντικειμένων, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται αγγεία, ασπίδες, προσωπεία, ανθρώπινα κρανία, λαβές εγχειριδίων και λατρευτικά ειδώλια. Το μέσον της διακόσμησης είναι θραύσματα σκληρών λίθων και άλλα υλικά.
Η τεχνική συναντάται στα εδάφη των Μάγια από το 590 π.Χ. , αλλά έγινε πιο γνωστή επί της αυτοκρατορίας των Αζτέκων (1376-1519). Οι μεξικανοί τεχνίτες δούλευαν με οψιδιανό, χαλαζία, βήρυλλο, μαλαχίτη, νεφρίτη, χρυσό , φίλντισι, όστρακο, αλλά κυρίως τυρκουάζ. Λόγω του πλούτου των θρησκευτικών εθίμων χρησιμοποιούσαν τα υλικά αυτά για να κατασκευάσουν τελετουργικά σύνεργα: μάσκες, ασπίδες, κράνη, περιλαίμια, λαβές μαχαιριών, κάτοπτρα, φιγούρες ζώων κλπ.
Μνημειακή χρήση της τεχνικής συναντάται στην υπό τύπο ψηφιδωτού εξωτερική επένδυση τοίχων ορισμένων κτηρίων στη Μίλτα (της Οαχάκα) αλλά και στις περίτεχνες προσόψεις των Μάγια (Γιουκατάν).
πηγή: ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ
Η τεχνική συναντάται στα εδάφη των Μάγια από το 590 π.Χ. , αλλά έγινε πιο γνωστή επί της αυτοκρατορίας των Αζτέκων (1376-1519). Οι μεξικανοί τεχνίτες δούλευαν με οψιδιανό, χαλαζία, βήρυλλο, μαλαχίτη, νεφρίτη, χρυσό , φίλντισι, όστρακο, αλλά κυρίως τυρκουάζ. Λόγω του πλούτου των θρησκευτικών εθίμων χρησιμοποιούσαν τα υλικά αυτά για να κατασκευάσουν τελετουργικά σύνεργα: μάσκες, ασπίδες, κράνη, περιλαίμια, λαβές μαχαιριών, κάτοπτρα, φιγούρες ζώων κλπ.
Μνημειακή χρήση της τεχνικής συναντάται στην υπό τύπο ψηφιδωτού εξωτερική επένδυση τοίχων ορισμένων κτηρίων στη Μίλτα (της Οαχάκα) αλλά και στις περίτεχνες προσόψεις των Μάγια (Γιουκατάν).
πηγή: ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ
Κλασική Ελλάδα
Επιδαπέδιο ψηφιδωτό στην αρχαία Όλυνθο Οι Έλληνες, κατά τον 5ο και 4ο ΠΚΕ αι. προώθησαν το ψηφιδωτό ως μορφή τέχνης με ακριβή γεωμετρικά σχέδια και ανθρωπομορφικά ή θηριομορφικά μοτίβα. Το ψηφιδωτό του κλασικού κόσμου κοσμούσε συνήθως τον οίκο -συνηθέστερα την τραπεζαρία και τον προθάλαμό της. Κάτι τέτοιο υπονοεί μια στενή σχέση μεταξύ του ψηφιδωτού και του συμποσίου και απεικονίζεται σαφώς στα διονυσιακά θέματα και τις ομόκεντρες συνθέσεις, σχεδιασμένες με τρόπο ώστε να παρουσιάζουν ίδια μοτίβα σε όλους τους συνδαιτυμόνες, ανεξάρτητα από τη θέση τους στον χώρο. Καθώς μάλιστα στο συμπόσιον συμμετείχαν μόνον άνδρες, τούτη η διακόσμηση χάραζε τα διακριτά όρια ανάμεσα στον ανδρωνίτη και τον γυναικωνίτη.
Πολλά, βοτσαλωτά ψηφιδωτά διατηρούνται σε δύο ιδιαίτερες αρχαιολογικές θέσεις, την Όλυνθο και την Πέλλα στη βόρεια Ελλάδα. Τα ψηφιδωτά της Ολύνθου χρονολογούνται στον 5ο ΠΚΕ αι. και είναι κυρίως τετράγωνες ή κυκλικές συνθέσεις με απλά περιγράμματα και ζωφόρους γύρω από το κεντρικό μυθολογικό θέμα. Αρκετά περίτεχνη θεωρείται εδώ η χρήση ανοικτόχρωμων και σκουρόχρωμων ψηφίδων. Οι μορφές δημιουργούνται με λευκούς λίθους σε μαύρο ή βαθύ μπλε φόντο. Μικρότεροι μαύροι λίθοι χρησιμοποιούνται για τη διαμόρφωση των περιγραμμάτων. Οι ψηφίδες είναι ομοιόμορφες ως προς το μέγεθος και αδιαμόρφωτες και στα κεντρικά θέματα δίνεται σημασία στη λεπτομέρεια.
Πολλά, βοτσαλωτά ψηφιδωτά διατηρούνται σε δύο ιδιαίτερες αρχαιολογικές θέσεις, την Όλυνθο και την Πέλλα στη βόρεια Ελλάδα. Τα ψηφιδωτά της Ολύνθου χρονολογούνται στον 5ο ΠΚΕ αι. και είναι κυρίως τετράγωνες ή κυκλικές συνθέσεις με απλά περιγράμματα και ζωφόρους γύρω από το κεντρικό μυθολογικό θέμα. Αρκετά περίτεχνη θεωρείται εδώ η χρήση ανοικτόχρωμων και σκουρόχρωμων ψηφίδων. Οι μορφές δημιουργούνται με λευκούς λίθους σε μαύρο ή βαθύ μπλε φόντο. Μικρότεροι μαύροι λίθοι χρησιμοποιούνται για τη διαμόρφωση των περιγραμμάτων. Οι ψηφίδες είναι ομοιόμορφες ως προς το μέγεθος και αδιαμόρφωτες και στα κεντρικά θέματα δίνεται σημασία στη λεπτομέρεια.
Ελληνιστική περίοδος
Στην ελληνιστική περίοδο αυξάνονται τα κτήρια που χρησιμοποιούν τη ψηφιδωτή διακόσμηση σε διαφορετικούς χώρους από εκείνους του συμποσίου ή του διάκοσμου στον ανδρωνίτη. Γίνεται επίσης σαφές ότι ένα πολύ μεγάλο τμήμα του χώρου στον ελληνιστικό οίκο ήταν αφιερωμένο στη διασκέδαση των φιλοξενουμένων. Η δραστική αύξηση της χρήσης του ψηφιδωτού σε αυτή την περίοδο φαίνεται ότι ήταν προϊόν μιας αυξανόμενης ευημερίας, που συνδυαζόταν με εθιμικές αλλαγές, οι οποίες έκαναν περισσότερο αποδεκτή την επίδειξή της. Από το 200 ΠΚΕ ειδικά διαμορφωμένες ψηφίδες (tesserae[8]) χρησιμοποιούνταν για να αποδώσουν πρόσθετες λεπτομέρειες και χρωματικούς τονισμούς των έργων. Η χρήση μικρών ψηφίδων έδωσε τη δυνατότητα μίμησης των ζωγραφικών έργων, όπως φαίνεται κυρίως στα σωζόμενα έργα της Πέλλας και της Πομπηίας μεταγενέστερα.
Τα ψηφιδωτά αυτής της συγκεκριμένης περιόδου παρουσίασαν πολλές τεχνοτροπικές και τεχνικές καινοτομίες, χωρίς ωστόσο να είναι δυνατός ο χρονικός προσδιορισμός τους. Υπάρχουν ψηφιδωτά του 3ου ΠΚΕ αι. που ακολουθούν την τεχνική της χρήσης μικροψηφίδων, αλλά ο χαμένος κρίκος της αλυσίδας διαφεύγει. Η τεχνική τελειοποιήθηκε σε κάποια από τις βασιλικές αυλές των ελληνιστικών βασιλείων, πιθανώς στην Αλεξάνδρεια ή την Πέργαμο, όπου αποκαλύφθηκαν έργα ιδιαίτερης λεπτότητας και τεχνικής. Περίπου από τα μέσα του 2ου αι. ΠΚΕ η τέχνη του ψηφιδωτού κατακτά τους πλούσιους οίκους του ελληνιστικού κόσμου, από την Ισπανία ως το Αφγανιστάν. Οι λαοί του ελληνιστικού κόσμου υιοθέτησαν την τέχνη του ψηφιδωτού μαζί με άλλες όψεις του ελληνικού τρόπου ζωής ως μέσο έκφρασης της ελληνικής τους ταυτότητας ή ως μέσο επίδειξης οικειότητας με τον ελληνικό πολιτισμό[9]. Η χρηστικότητα του ψηφιδωτού στην αρχιτεκτονική δομή των ελληνιστικών κτηρίων προσλαμβάνει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, καθώς γίνεται το μέσο φυσικού διαχωρισμού σε περιπτώσεις που ο χώρος δεν είναι αρκετός σε μικρότερα κτήρια. Η επίδειξη της κοινωνικής θέσης απαιτεί την ύπαρξη περισσότερων του ενός συμποσιακών χώρων και τούτο γίνεται εφικτό χάρη στην αρχιτεκτονική πλέον χρήση της τέχνης[10].
Στην ελληνιστική περίοδο διακρίνονται δύο διαφορετικές τεχνοτροπίες, η ανατολική και η δυτική. Τα χαρακτηριστικά αυτών των δύο διακριτών τάσεων φαίνονται καθαρότερα στα πρώιμα ψηφιδωτά της Πομπηίας που ακολουθούν την ελληνική δυτική παράδοση, εμπλουτισμένη με σκηνές από την καθημερινότητα. Οι αριστοκράτες της Πομπηίας αναζητούσαν μια διακόσμηση που θα επιδείκνυε την εξοικείωσή τους με τον ελληνικό πολιτισμό, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό ενθάρρυνε την παραγωγή αντιγράφων ή τη χρήση των ειδολογικών και υφολογικών στοιχείων της ελληνικής τεχνοτροπίας. Οι ιδιαίτερες απαιτήσεις της αγοράς της Πομπηίας φαίνεται πως εξυπηρετούνταν από διαφορετικές τεχνικές παραγωγής. Υπάρχουν ενδείξεις διαχωρισμού μεταξύ της παραγωγής επιτοίχιων και επιδαπέδιων ψηφιδωτών, η οποία γινόταν πιθανώς από τοπικούς τεχνίτες[11].
Τα ψηφιδωτά αυτής της συγκεκριμένης περιόδου παρουσίασαν πολλές τεχνοτροπικές και τεχνικές καινοτομίες, χωρίς ωστόσο να είναι δυνατός ο χρονικός προσδιορισμός τους. Υπάρχουν ψηφιδωτά του 3ου ΠΚΕ αι. που ακολουθούν την τεχνική της χρήσης μικροψηφίδων, αλλά ο χαμένος κρίκος της αλυσίδας διαφεύγει. Η τεχνική τελειοποιήθηκε σε κάποια από τις βασιλικές αυλές των ελληνιστικών βασιλείων, πιθανώς στην Αλεξάνδρεια ή την Πέργαμο, όπου αποκαλύφθηκαν έργα ιδιαίτερης λεπτότητας και τεχνικής. Περίπου από τα μέσα του 2ου αι. ΠΚΕ η τέχνη του ψηφιδωτού κατακτά τους πλούσιους οίκους του ελληνιστικού κόσμου, από την Ισπανία ως το Αφγανιστάν. Οι λαοί του ελληνιστικού κόσμου υιοθέτησαν την τέχνη του ψηφιδωτού μαζί με άλλες όψεις του ελληνικού τρόπου ζωής ως μέσο έκφρασης της ελληνικής τους ταυτότητας ή ως μέσο επίδειξης οικειότητας με τον ελληνικό πολιτισμό[9]. Η χρηστικότητα του ψηφιδωτού στην αρχιτεκτονική δομή των ελληνιστικών κτηρίων προσλαμβάνει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, καθώς γίνεται το μέσο φυσικού διαχωρισμού σε περιπτώσεις που ο χώρος δεν είναι αρκετός σε μικρότερα κτήρια. Η επίδειξη της κοινωνικής θέσης απαιτεί την ύπαρξη περισσότερων του ενός συμποσιακών χώρων και τούτο γίνεται εφικτό χάρη στην αρχιτεκτονική πλέον χρήση της τέχνης[10].
Στην ελληνιστική περίοδο διακρίνονται δύο διαφορετικές τεχνοτροπίες, η ανατολική και η δυτική. Τα χαρακτηριστικά αυτών των δύο διακριτών τάσεων φαίνονται καθαρότερα στα πρώιμα ψηφιδωτά της Πομπηίας που ακολουθούν την ελληνική δυτική παράδοση, εμπλουτισμένη με σκηνές από την καθημερινότητα. Οι αριστοκράτες της Πομπηίας αναζητούσαν μια διακόσμηση που θα επιδείκνυε την εξοικείωσή τους με τον ελληνικό πολιτισμό, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό ενθάρρυνε την παραγωγή αντιγράφων ή τη χρήση των ειδολογικών και υφολογικών στοιχείων της ελληνικής τεχνοτροπίας. Οι ιδιαίτερες απαιτήσεις της αγοράς της Πομπηίας φαίνεται πως εξυπηρετούνταν από διαφορετικές τεχνικές παραγωγής. Υπάρχουν ενδείξεις διαχωρισμού μεταξύ της παραγωγής επιτοίχιων και επιδαπέδιων ψηφιδωτών, η οποία γινόταν πιθανώς από τοπικούς τεχνίτες[11].
Ο ρωμαϊκός κόσμος
Η διαρκής επέκταση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν το πρόσφορο μέσο για τη διάδοση του ψηφιδωτού, αν και παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις στο επίπεδο της τέχνης. Η σύγκριση ανάμεσα σε ψηφιδωτά από τη ρωμαϊκή Βρετανία και εκείνα της Ιταλίας, υποδεικνύει ότι τα βρετανικά ψηφιδωτά είναι απλούστερα στο σχεδιασμό και λιγότερο ολοκληρωμένα από την άποψη της τεχνικής. Τα τυπικότερα ρωμαϊκά θέματα περιλαμβάνουν λατρευτικές και οικιακές σκηνές και γεωμετρικά μοτίβα.
Μεσαιωνικά ψηφιδωτά της Δυτικής Ευρώπης
Τα ψηφιδωτά δαπέδου γνώρισαν στη Δύση μια μοναδική αναγέννηση. Κατά τον πρώιμο μεσαίωνα οι βυζαντινοί ανέπτυξαν έναν ιδιαίτερο τύπο κάλυψης δαπέδου με γεωμετρικά ψηφιδωτά από κομμάτια μαρμάρου διαφόρων μεγεθών και σχημάτων(opus sectile, μαρμαροθετήματα). Η τέχνη αυτή που αποκλήθηκε Κοσμάτι(από την ομώνυμη οικογένεια μαρμαρογλυπτών της Ρώμης) , διαδόθηκε στη Δύση, όπου υπήρξε μια αναβίωση της διακόσμησης των δαπέδων των ναών με ψηφίδες και με σκηνές τόσο θρησκευτικές όσο και μυθολογικές.
ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Βυζαντινή εικόνα φτιαγμένη με την τεχνική του ψηφιδωτού, Βυζαντινό Μουσείο, Αθήνα Με την άνοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τον 5ο αιώνα τούτη η μορφή τέχνης απέκτησε νέα χαρακτηριστικά. Σε αυτά τα χαρακτηριστικά περιλαμβάνονται οι ασιατικές τεχνοτροπικές και ειδολογικές επιδράσεις και η χρήση ειδικών υάλινων ψηφίδων που κατασκευάζονταν στη βόρεια Ιταλία καταρχήν και τις γνωρίζουμε με τον γενικό όρο σμάλτα. Τα σμάλτα κατασκευάζονταν από παχιά στρώματα έγχρωμης υάλου, είχαν ακανόνιστη επιφάνεια και περιείχαν μικροσκοπικές φυσαλίδες αέρα. Ενίοτε στην οπίσθια όψη τους ήταν καλυμμένα με αργυρά ή χρυσά λεπτά φύλλα, προκειμένου να παράγουν το ανάλογο αισθητικό αποτέλεσμα της υποφώσκουσας φωτεινότητας, μιας αφαιρετικής διάστασης της ιερότητας, που δεν απαντάται σε καμία άλλη περίοδο της τέχνης του ψηφιδωτού.
Ισλάμ
Ακμάζοντος ακόμη του Βυζαντίου, οι Μαυριτανοί έφεραν την ισλαμική τέχνη του ψηφιδωτού στην ιβηρική χερσόνησο στον 8ο αιώνα. Σε όλον τον ισλαμικό κόσμο αργότερα χρησιμοποιήθηκαν λίθινες, υάλινες και κεραμικές ψηφίδες, αλλά αντίθετα από τις ανθρωπομορφικές απεικονίσεις της βυζαντινής τέχνης -εκτός της εικονομαχικής περιόδου- τα ισλαμικά μοτίβα είναι κυρίως γεωμετρικά και μαθηματικά. Παραδείγματα τέτοιων ψηφιδωτών μπορεί να δει κανείς στην Ισπανία, στο μεγάλο μουσουλμανικό τέμενος της Κόρδοβας και το ανάκτορο της Αλάμπρα. Στις αραβικές χώρες αναπτύχθηκε μια ξεχωριστή διακοσμητική τεχνοτροπία που αποκαλείται ζιλίτζ και στηριζόταν σε προκατασκευασμένα κεραμικά σχήματα, τα οποία επεξεργάζονταν οι καλλιτέχνες για να ταιριάξουν απόλυτα μεταξύ τους στη διαδικασία της κάλυψης του χώρου.
Προκολομβιανή Αμερική
Στην μετακλασική προκολομβιανή κεντρική Αμερική, στην περίοδο των Αζτέκων (1376-1519), το ψηφιδωτό χρησιμοποιείται ως αρχιτεκτονικό διακοσμητικό μέσο κσι για την κάλυψη τελετουργικών αντικειμένων. Ως ψηφίδες χρησιμοποιούνται συνήθως πολύτιμα υλικά όπως ο οψιανός, ο γρανάτης και ο καλλαΐτης (τυρκουάζ). Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα αυτού του είδους είναι το προσωπείο του Κετζαλκόατλ[12], τέχνεργο του 14ου αιώνα. Έχουν επίσης αποκαλυφθεί κτήρια καλυμμένα με ψηφιδωτό διάκοσμο στην αρχαιολογική θέση της Μίτλα στην Οαχάκα. Οι διακοσμητικές ταινίες στα κτήρια είναι κατασκευασμένες με μικρούς επίθετους λίθους διαφορετικών χρωμάτων και σχημάτων. Άλλες περίτεχνες Μάγια προσόψεις στο Ουξμάλ και την Τσιτσέν Ιτζά, στο Γιουκατάν, επιδεικνύουν τη χρήση θηριομορφικών και γεωμετρικών μοτίβων στην εξωτερική όψη των κτηρίων.
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΑ ΨΗΦΙΔΩΤΑ
Στην υπόλοιπη Ευρώπη η τέχνη του ψηφιδωτού παρήκμασε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, αν και και ορισμένα ψηφοθετικά πρότυπα χρησιμοποιήθηκαν σε αββαεία ή άλλα ναϊκά οικοδομήματα. Η αναβίωση του ενδιαφέροντος για την τέχνη του ψηφιδωτού –ιδιαίτερα για τη βυζαντινή τεχνοτροπία- κατά τον 19ο αιώνα φαίνεται σε κτήρια όπως ο Καθεδρικός του Γουεστμίνστερ και η Σακρέ Κερ (Sacré-Coeur) στο Παρίσι.
Στη σύγχρονη εποχή
Στη σύγχρονη εποχή το ψηφιδωτό αγκάλιασε, επίσης, το κίνημα της νέας τέχνης, το αποκαλούμενο Αρ Νουβώ (Art Nouveau). Στη Βαρκελώνη ο Αντόνι Γκαουντί (Antoni Gaudi) μαζί με τον Γιοσέπ Μαρία Γιουγιόλ (Josep Maria Jujol) φιλοτέχνησαν εντυπωσιακά κεραμικά ψηφιδωτά στο Πάρκο Γκουέλ (Guell Park) στις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ου αι. Χρησιμοποίησαν μια τεχνική γνωστή ως trencadis για να καλύψουν τις επιφάνειες των κτηρίων. Ενσωμάτωσαν, επίσης, στην τεχνική τους υλικά που προέρχονταν από σπασμένα κεραμικά και άλλα αντικείμενα, μια επαναστατική ιδέα για την τέχνη και την αρχιτεκτονική