Γράφει ο Νικόλαος Ζυγογιάννης* Ένα πανάρχαιο πρωτοελληνικό φύλο είναι οι Σαρακατσιαναίοι. Νομάδες κτηνοτρόφοι, ζούσαν στα βουνά το καλοκαίρι και το χειμώνα στα χειμαδιά (βνά-στράτα-χειμαδιά) διασκορπισμένοι σ” ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα.
Κοιτίδα των Σαρακατσαναίων ήταν η οροσειρά της κεντρικής και νότιας Πίνδου και η Ρούμελη με επίκεντρο τα ΑΓΡΑΦΑ, χώρος που λόγω της γεωφυσικής του κατάστασης ήταν απάτητος, δεν ήταν γραμμένος πουθενά και γι” αυτό κατοικούνταν από αυτόνομους και ελεύθερους ανθρώπους. Ο διασκορπισμός τους από την αρχική κοιτίδα τους προς την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα έγινε επί Τουρκοκρατίας και κυρίως τον 18ο αιώνα, στα χρόνια του Αλή Πασά.
Ως προς το όνομά τους υπάρχουν πολλές και διάφορες ετυμολογίες.
Σύμφωνα με τη Σαρακατσάνικη παράδοση πήραν το όνομά τους από τους Τούρκους.
Όταν έγινε η άλωση της Κων/πολης, οι Σαρακατσαναίοι φόρεσαν μαύρα ρούχα, ως ένδειξη πένθους, και δεν υποτάχθηκαν στον κατακτητή. Οι Τούρκοι τους έβλεπαν στα μαύρα και ανυπότακτους να μετακινούνται συνεχώς (σκηνίτες).
Γι” αυτό τους ονόμασαν «Καρακατσάν» (καρά =μαύρος και κατσ(ι)άν=φυγάς, ανυπότακτος ), δηλ. «μαύροι φυγάδες». Από το Καρακατσάν με παραφθορά προήλθε η λέξη «Σαρακατσάνος».
Μια άλλη πιθανή ετυμολογία είναι από την τουρκική λέξη σαράν που σημαίνει «φορτώνειν» ή σαράι(=κατοικία,κονάκι) και την τουρκική μετοχή κατσιάν=φυγάς,ανυπότακτος, (σαράν + κατσάν = Σαρακατσάνος) γιατί από καιρό σε καιρό φόρτωναν τα πράγματά τους και μετακινούνταν με τα κοπάδια τους και γι” αυτό τους έδωσαν αυτό το όνομα (παρατσούκλι) οι Τούρκοι.
-< Κατοικούμε εδώ από τότε που ο Θεός έφτιαξε αυτόν τον ευλογημένο τόπο με τα βνά και τα ποτάμια,τον ήλιο και το φεγγάρι. Από τότε κρατάει η γενιά μας, έλεγαν οι γερόντοι Σαρακατσάνοι.>-.
Ανεξάρτητα από τις μετακινήσεις τους και τον εναλλασσόμενο τόπο διαμονής τους έχουν τα ίδια ήθη και έθιμα και κυρίως μιλούν την ίδια γλώσσα, την Ελληνική, απαλλαγμένη από ξένα στοιχεία, αναλλοίωτη, που φέρει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δωρικής διαλέκτου. Το ίδιο αναλλοίωτοι και αμόλυντοι από αλλόφυλες επιμειξίες παρέμειναν και οι Σαρακατσιάνοι, οι «καταλαγαρώτεροι Έλληνες» όπως έγραψε ο Στέφανος Γρανίτσας.
Διατήρησαν τα έθιμα, τις συνήθειες και τους κανόνες συμπεριφοράς και διαβίωσης κατά τρόπο πιστό και αυθεντικό. Στηρίχθηκαν στα παραδοσιακά τους έθιμα και στην ελληνική τους ταυτότητα και δεν επέτρεψαν στην περιβάλλουσα αλλοεθνή και ξενόγλωσση κοινωνία να εισβάλλει στη δική τους. Η οικονομική τους ευρωστία και αυτονομία και η διαβίωσή τους σε καλλίτερες υλικές συνθήκες τους οδήγησε, σε μια ουσιαστικά και τυπικά, εσωτερίκευση, τήρηση και εφαρμογή των εθιμικών κανόνων διαβίωσης και κοινωνικής συμπεριφοράς.
Η χρήση μιας και μόνο γλώσσας, της Ελληνικής, αποδεικνύει ότι οι Σαρακατσιαναίοι είναι διαφορετικοί από τους Βλάχους, (Οι Βλάχοι ή Αρμάνοι, ή Αρωμάνοι, ή Αρμούνοι, ή Αρωμούνοι της Ελλάδας γνωστοί και με άλλα ονόματα κατά περιοχές:
Κουτσόβλαχοι, Αρβανιτόβλαχοι, κ.λ .ενώ οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται Βλαχόφωνοι Έλληνες) που μιλούσαν εκτός από τα Ελληνικά και τα Βλάχικα. Επειδή η λέξη βλάχος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον άνθρωπο που έχει πρόβατα, τον κτηνοτρόφο, τον βοσκό και επειδή η κτηνοτροφική ζωή ήταν κοινό τους στοιχείο, επήλθε σύγχυση πότε ένας βλάχος (=αυτός που έχει πρόβατα, ο κτηνοτρόφος, ο βοσκός) είναι Σαρακατσιάνος και πότε Βλάχος (=Βλαχόφωνος).
Με τη διαφορά όμως ότι οι Σαρακατσαναιοι ήταν καθαροί νομάδες και δεν είχαν πουθενά χωριό, ενώ οι Βλάχοι ζούσαν νομαδικά και ημινομαδικά, ήταν πριν αιώνες εγκαταστημένοι σε χωριά και ασχολήθηκαν και με το εμπόριο, τις τέχνες και τα γράμματα, ενώ οι Σαρακατσάνοι στα μέσα του προηγούμενου αιώνα εγκατέλειψαν το νομαδισμό. Αλλά και στην ενδυμασία, στα ήθη και έθιμα, στον τρόπο ζωής ξεχωρίζουν οι Σαρακατσαναίοι από τους Βλάχους, που δεν έρχονταν σε επιμειξία μεταξύ τους αλλά ούτε και επαγγελματικό αλισβερίσι είχαν.
Ο τρόπος ζωής τους ήταν οργανωμένος με ένα είδος ποιμενικής συνεργασίας, το «Τσελιγκάτο». Είτε βρίσκονταν στα βουνά για ξεκαλοκαιριό, είτε το χειμώνα στα χειμαδιά, αδέρφια, πρωτοξαδέρφια και δεύτερα ξαδέρφια έσμιγαν τα κοπάδια τους σε ένα είδος συνεταιρισμού, για την καλλίτερη παραγωγική συνεργασία και διάθεση των κτηνοτροφικών τους προϊόντων. Αρχηγός του «Τσελιγκάτου» ήταν ο τσέλιγκας (αρχιποιμένας ), πλούσιος κτηνοτρόφος, με πολλά πρόβατα, που ξεχώριζε για τις ικανότητές του: έξυπνος, δυναμικός, κοινωνικός, ευέλικτος,τολμηρός, έντιμος και δίκαιος…
Αυτός κανόνιζε σχεδόν τα πάντα που είχαν σχέση με το τσελιγκάτο (ενοικίαση βοσκοτόπων, πώληση γάλακτος και τυροκομικών προϊόντων, αρνιών, μαλλιών κ.τ.λ.). Είχε όμως και κοινωνικό ρόλο στη στάνη: συμβούλευε- μαζί με τους γεροντότερους- και έλυνε διαφορές. Όλοι οι σμίχτες είχαν συμμετοχή στα κέρδη και τις ζημιές του κοπαδιού. Του Αγίου Δημητρίου για το καλοκαίρι και του Αγίου Γεωργίου για το χειμώνα έκαναν λογαριασμό και απολογισμό των εσόδων και εξόδων του τσελιγκάτου και πάντα κρατούσαν παραστατικά (τεφτέρια). Οι Τσοπαναραίοι ήταν αυτοί που είχαν λίγα ή καθόλου πρόβατα και δεν είχαν δικό τους τσελιγκάτο. Με τα πρόβατα αλλά και τα άλλα ζώα τους έδενε στενή σχέση. Τα φρόντιζαν και τα πρόσεχαν ιδιαίτερα, αφού ήταν γι” αυτούς όλη τους η περιουσία.
Το σπίτι των Σαρακατσαναίων (το κονάκι), που το κατασκεύαζαν μόνοι τους, ήταν ένα καλύβι με σάλωμα και ήταν δυο τύπων:
α) το ορθό κονάκι (κωνοειδής καλύβα), που κατέληγε στην κορυφή του σε σταυρό και είχε στο κέντρο την εστία (φωτογώνι) και γύρω-γύρω διασκευασμένους χώρους όπου τοποθετούσαν ρούχα, είδη μαγειρικής κ.τ.λ., ενώ υπήρχε σταθερή θέση για το εικόνισμα
β) ο πλάγιος τύπος με δίρριχτη στέγη που κατασκευαζόταν από κορμούς δέντρων, ξύλα (πελεκούδια) και κλαδιά ελάτων (μπάτσες). Τα «κονάκια», ο οικισμός δηλ. το σύνολο των νομαδικών οικογενειών αποτελούσε τη Στάνη. Στάνη και τσελιγκάτο δεν ταυτίζονταν. Μπορεί μια στάνη να είχε δυο ή περισσότερα τσελιγκάτα. Το αντίστροφο όχι.
Η Σαρακατσάνικη οικογένεια ήταν πατριαρχική. Αυστηρή πειθαρχία και άγραφοι απαρασάλευτοι νόμοι όριζαν τη συμπεριφορά του κάθε μέλους της.
Αρχηγός της οικογένειας ήταν ο άνδρας, ο πατέρας. Στον πατέρα και τη μάνα υπήρχε απόλυτος σεβασμός. Το κορίτσι το χαρακτήριζε η ντροπαλοσύνη, η καλή ανατροφή και ο καλός ψυχικός κόσμος. Το αγόρι έπρεπε να ήταν σεμνό, συγκρατημένο στις πράξεις, τα λόγια και τους τρόπους του. Ο στυλοβάτης όμως της οικογένειας ήταν η γυναίκα, που σήκωνε όλο το βάρος των ευθυνών. Αυτή είχε καθημερινά αναλάβει όλες τις δουλειές του νοικοκυριού (να φέρει ξύλα, ν” ανάψει φωτιά, να φέρει νερό από τη βρύση με τη βαρέλα, να περιποιηθεί τα παιδιά, να κάμει το νοικοκυριό του κονακιού κ.τ.λ.), αλλά και τις εξωτερικές δουλειές των προβάτων (παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, κατασκευή, στρώσιμο, ξέστρωμα μαντριών κ.τ.λ.). Η ρόκα, για το γνέσιμο του μαλλιού, ήταν η αχώριστη συντροφιά της. Όπου κι αν πήγαινε την είχε μαζί της. Το γνέσιμο του μαλλιού ήταν για τη Σαρακατσάνα ευχαρίστηση και «σκόλη». Εκείνο όμως που την κρατούσε «σκλαβωμένη» ήταν ο αργαλειός. Η Σαρακατσάνα ήταν μια αφανής ηρωίδα της καθημερινής ζωής. Έπρεπε να υπηρετεί την οικογένεια με θρησκευτική ευλάβεια και προσήλωση. Ενέπνεε όμως σεβασμό και έχαιρε εκτίμηση, ιδιαίτερα όταν γίνονταν μητέρα.
Η παιδεία των Σαρακατσάνων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Οι σκληρές συνθήκες ζωής και οι συνεχείς μετακινήσεις τους στις ορεινές περιοχές δεν επέτρεπαν τη μόρφωση των παιδιών τους σε σχολεία. Κάποια τσελιγκάτα, το καλοκαίρι, με δικά τους έξοδα μίσθωναν δάσκαλο, συνήθως συνταξιούχο, για να δώσει κάποιες γνώσεις στα παιδιά. Τα παιδιά παρακολουθούσαν τα μαθήματα σε μια ειδικά διαμορφωμένη καλύβα, το «δασκαλοκάλυβο». Είχαν όμως μια βαθιά αίσθηση του ελληνικού γλωσσικού οργάνου. Από τις αφηγήσεις τους διαπιστώνει κανείς μια λιτότητα και παραστατικότητα στην έκφραση, ενώ στα τραγούδια τους φαίνεται μια βαθιά αίσθηση του ρυθμού και του μέτρου.
Οι Σαρακατσάνοι ήταν πιστοί χριστιανοί, χωρίς μεγάλη θεωρητική κατάρτιση.
Τελούσαν όμως τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και ένιωθαν δέος για τα μυστήρια, ειδικά του γάμου και της βάπτισης. Τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης και τις ονομαστικές γιορτές τις γιόρταζαν με μεγαλοπρέπεια, όπου κι αν βρίσκονταν. Γλεντούσαν συχνά με χορό και τραγούδια. Τα τραγούδια, προϊόν ιστορικής και συναισθηματικής εσωτερίκευσης γεγονότων και καταστάσεων, κατατάσσονται σε τρεις
ενότητες: στα κλέφτικα, στα ποιμενικά και της λεβεντιάς, της Χαράς (γάμου) και της αγάπης, και του χωρισμού και της ξενητειάς. Οι χοροί τους λεβέντικοι, έχουν την καταγωγή τους στον αρχαίο ελληνικό ρυθμό. Το παίξιμο της φλογέρας – το κατεξοχήν μουσικό όργανο – για το Σαρακατσάνο τσοπάνη ήταν μια ιεροτελεστία. Ιδιαίτερα γλεντούσαν, όταν γίνονταν κάποιος γάμος στο τσελιγκάτο.
Ο γάμος μαζί με τη γέννηση των παιδιών αποτελούσε τους δυο κύριους πόλους της Σαρακατσάνικης κοινωνίας. Ο γάμος ήταν ένα κοινωνικό φαινόμενο πολυδιάστατο, με ένα κύκλο πράξεων, στάσεων, συμβόλων και συμπεριφορών. Χαρακτηριστικό του ήταν η ενδογαμία. Κοινωνικός σκοπός του γάμου ήταν η αναπαραγωγή (γέννηση και ανατροφή παιδιών) και η κοινωνική κατανομή της εργασίας. Αλλά, και το θάνατο περιβάλουν με ένα κύκλο εκδηλώσεων και πράξεων που φανερώνει ότι ήταν προετοιμασμένοι για το αναπόφευκτο αυτό γεγονός. Στις μετακινήσεις τους, στο ξεκαλοκαιριό ή το χειμαδιό, είχαν πάντα μαζί τους τη νεκροαλλαξιά.
Τα τσελιγκάτα συνέβαλαν αποφασιστικά στους αγώνες της ανεξαρτησίας. Στην επανάσταση του 1821 οι Σαρακατσιαναίοι ήταν τα στηρίγματα της κλεφτουριάς – όπως και όλοι οι άνθρωποι του βουνού – και της εξασφάλιζαν τα απαραίτητα. Κάθε οικογένεια είχε δώσει κι από έναν κλέφτη. Πολλοί ήταν και οι επώνυμοι Σαρακατσάνοι αγωνιστές (αρματολοί και κλέφτες) της προεπαναστατικής και της επαναστατικής περιόδου, όπως οι αρματολοί του Καρπενησίου Συκάδες, ο Β. Δίπλας, ο Χασιώτης και ο Λεπενιώτης ( αδέλφια του Κατσαντώνη ), ο Φαρμάκης, ο Γ. Τσόγκας, ο Αραπογιάννης, ο Λιάκος και κυρίως τα καμάρια των Σαρακατσαναίων, ο Κατσαντώνης και ο Καραϊσκάκης πολεμιστές και καπετάνιοι των Αγράφων, Τζουμέρκων και Ρούμελης.
Στον Μακεδονικό Αγώνα βοήθησαν τα ελληνικά αντάρτικα σώματα ως οδηγοί, αγγελιοφόροι, τροφοδότες και σύνδεσμοι. Περιέθαλψαν τραυματίες στις στάνες τους, διέθεσαν τρόφιμα, ιματισμό, μετέφεραν όπλα και συμμετείχαν οι ίδιοι στα αντάρτικα σώματα, όπως ο οπλαρχηγός Κ. Γαρέφης κ. α. Ο Παύλος Μελάς συνεργάστηκε στενά με τους Σαρακατσάνους. Ανώνυμοι αγωνιστές επίσης αντιστάθηκαν σ” όλους τους κατακτητές…
Αυτό που άφησαν πίσω τους ως κληρονομιά οι Σαρακατσιαναίοι δεν είναι μαρμάρινα αγάλματα, πίνακες ζωγραφικής, βιβλία προγονικά, αλλά μας κληροδότησαν υπέροχα ξυλόγλυπτα και όμορφα υφαντά, αντικείμενα που φιλοτέχνησαν για να κάνουν τη ζωή τους ευκολότερη. Η γυναίκα έφτιαχνε μόνη της τις αντρικές και γυναικείες φορεσιές. Μετά τον κούρο, το ξάσιμο του μαλλιού, το γνέσιμο, η ύφανση, το ράψιμο ήταν δικιά της δουλειά. Οι Σαρακατσαναίοι δε φόρεσαν ποτέ άλλο ξενικό ύφασμα, παρά μονάχα υφάσματα δικής τους κατασκευής. Η χαρακτηριστική σοβαρότητα των σκούρων χρωμάτων στις φορεσιές, τα υπέροχα χρώματα και σχέδια στις «παναούλες», τις μικρές ποδιές από χοντρό μάλλινο ύφασμα, ο ολοκέντητος κόκκινος φλάμπουρας του γάμου με θέματα αυστηρής συμμετρίας ανάμεσα και γύρω από τις τέσσερις γωνίες του σταυρού είναι μερικά από τα στοιχεία της Σαρακατσάνικης τέχνης.
Σήμερα η ποιοτική μεταβολή και ο κοινωνικός μετασχηματισμός των Σαρακατσαναίων είναι πραγματικότητα. Η κάθοδός τους από τα βουνά στις πεδιάδες, η εγκατάλειψη του πλάνητα βίου, η αγροτική διαβίωση ( ένα μικρό ποσοστό ασχολείται με την κτηνοτροφία ) αλλά και η ενασχόληση με ελεύθερα επαγγέλματα, η συμμετοχή τους στις μισθωτές υπηρεσίες, ιδιωτικές και δημόσιες, η ανάδειξή τους στην επιστήμη, τις τέχνες, τα γράμματα και την πολιτική διαμόρφωσαν μια Σαρακατσάνικη κοινωνία που συνδυάζει την παράδοση με τον εκσυγχρονισμό. Ιδιαίτερα διέπρεψαν στις επιστήμες, αλλά δεν υπάρχει τομέας στον επαγγελματικό χώρο, στον οποίο να μην έχουν συμμετοχή οι Σαρακατσάνοι. Όμως οι αρχές τους και οι αξίες της ζωής δεν άλλαξαν. Φιλήσυχοι και φιλόξενοι, νομοταγείς, αξιοπρεπείς, εργατικοί και αξιόπιστοι διακρίνονται για το μαχητικό τους πνεύμα, το σφρίγος και την αγωνιστικότητά τους…
Από το 1960 και μετά, που οι Σαρακατσάνοι διασκορπίστηκαν στις πόλεις και τα χωριά, σαρανταπέντε πολιτιστικοί σύλλογοι και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσαναίων (ΠΟΣΣ) προσπαθούν να κρατήσουν και να συνεχίσουν τη Σαρακατσάνικη παράδοση και να αντισταθούν στην αφομοιωτική και ισοπεδωτική τάση της εποχής μας, με το να συγκεντρώνουν και να καταγράφουν τα Σαρακατσάνικα τραγούδια, να μαθαίνουν τους χορούς στους νέους, διατηρώντας δικά τους χορευτικά συγκροτήματα.
Με τα τμήματα γερόντων αναπαράγουν το πλούσιο και ανεξάντλητο υλικό, αφού οι γέροντες είναι οι μοναδικοί αδιάψευστοι μάρτυρες της Σαρακατσάνικης ιστορίας. Μεγάλη είναι η προσφορά στη διάδοση του Σαρακατσάνικου τραγουδιού, των Σαρακατσάνων τραγουδιστών, επαγγελματιών και μη, που έχουν ηχογραφήσει σε δίσκους και κασέτες τα τραγούδια τους.
Το Λαογραφικό Μουσείο Σαρακατσάνων στις Σέρρες, όπου εκτίθεται αυθεντικό υλικό απ” όλες τις περιοχές της Ελλάδας που έχει σχέση με τη ζωή και τη λαϊκή τέχνη των Σαρακατσάνων, έτυχε Ευρωπαϊκής αναγνώρισης και βραβεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Μουσείων. Υπάρχουν όμως μουσεία, μικρότερης ίσως εμβέλειας, και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας με υλικό από τη λαϊκή τέχνη και τη ζωή των Σαρακατσαναίων. Υπαίθριοι παραδοσιακοί οικισμοί (Στάνες) σε διάφορα μέρη της χώρας κατασκευάστηκαν από συλλόγους και αναβιώνουν σκηνές από την καθημερινή ζωή των Σαρακατσαναίων.
Έντυπο υλικό κυκλοφορεί για ενημέρωση των απανταχού Σαρακατσαναίων, όπως η «Ηχώ των Σαρακατσαναίων» που εκδίδεται από την ΠΟΣΣ, το ετήσιο περιοδικό «Σαρακατσαναίοι» από την αδελφότητα Σαρακατσαναίων Ηπείρου, η εφημερίδα «Σαρακατσανικα Χαιρετήματα» από των εν αθήναις Σαρακατσαναίων Ηπείρου, το περιοδικό «Τα Δέοντα των Σαρακατσαναίων» από το Σύνδεσμο Σαρακατσαναίων Φθιώτιδας. <Τα Δρώμενα των Σαρακατσαναίων Φοιτητών> κ.ά.
Σε συνέδρια πανελλήνια και ημερίδες με εισηγητές διάφορους επιστήμονες συζητούνται ποικίλα θέματα σχετικά με τους Σαρακατσαναίους. Το Πανελλήνιο Αντάμωμα στο Περτούλι Τρικάλων την τελευταία Κυριακή του Ιουνίου και άλλα τοπικά, σε θέσεις που συνήθως ξεκαλοκαίριαζαν οι Σαρακατσαναίοι, που γίνονται κάθε χρόνο καθώς επίσης, συνεστιάσεις, συνάξεις και χοροεσπερίδες βοηθούν στη διατήρηση της παράδοσης αλλά και στη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των Σαρακατσαναίων. Τέτοια τοπικά ανταμώματα οργανώνονται στο Βελούχι (θέση Άγιοι Απόστολοι Μερκάδας) την δεύτερη Κυριακή του Ιουλίου από το Σύνδεσμο Σ. Φθιώτιδας, στην Πάρνηθα (στη θέση Μόλα) του Αγίου Πνεύματος από τους Συλλόγους Σαρακ. Αττικής, στο Γυφτόκαμπο (κεντρικό Ζαγόρι Ηπείρου) την πρώτη Κυριακή του Αυγούστου από την Αδελφότητα Σαρακατσαναίων Ηπείρου, στην Ελατειά Δράμας (θέση Μπουζάλα) στις 20 Ιουλίου από τους Συλλόγους Σαρακατσαναίων Αν. Μακεδονίας και Θράκης, στο όρος Βόρας (Καϊμακτσαλάν) στις 22 Αυγούστου από τους Συλλόγους Σαρακατσαναίων κεντρικής Μακεδονίας, καθώς και Βοιωτίας, Αιτωλοκαρνανίας, Πρέβεζας, Θεσπρωτίας, β. Πελοποννήσου κ. α. Επίσης στη Βουλγαρία στο όρος Καραντίλα (Σλίβεν) από την Ομοσπονδία Συλλόγου Σαρακατσαναίων, που έχουν μείνει εκεί μετά το κλείσιμο των συνόρων, αλλά διατηρούν τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα της Σαρακατσάνικης παράδοσης.
Πολλοί είναι εκείνοι, Έλληνες και ξένοι, ερευνητές, λαογράφοι, κοινωνιολόγοι, ιστορικοί, ανθρωπολόγοι που ασχολήθηκαν και ασχολούνται με τη ζωή και τον πολιτισμό των Σαρακαταναίων, όπως η λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη που μελέτησε τον ποιμενικό βίο των Σαρακατσαναίων, οι Ε. Μακρής, Ι. Μποτός, Ν. Κατσαρός, Θ. Γιαννακός, Γ. Αγραφιώτης, Δ. Γαρούφας, Θ. Καλοδήμος, Γ. Τσουμάνης, Π. Αραβαντινός, Δ. Γεωργακάς κ.α. Ο ανθρωπολόγος διδάκτωρ Άρης Πουλιανός που έδωσε νέα διάσταση στο θέμα της προέλευσης των Σαρακατσαναίων, οι καθηγητές κοινωνιολογίας Γ. Καββαδίας, Δ. Μαυρόγιαννης, και οι Garsten Hoeg, J. K. Campbell,Patrick leigh fermor, Glaube Fauriel. κ.α.
* ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΖΥΓΟΓΙΑΝΝΗΣ, Καθηγητής, Πρ.Πρόεδρος Πανελλ. Σ. Σαρακατσαναίων, Πρ. Πρόεδρος Συν. Σαρακατσαναίων Φθ/δας. [24grammata.com]
Κοιτίδα των Σαρακατσαναίων ήταν η οροσειρά της κεντρικής και νότιας Πίνδου και η Ρούμελη με επίκεντρο τα ΑΓΡΑΦΑ, χώρος που λόγω της γεωφυσικής του κατάστασης ήταν απάτητος, δεν ήταν γραμμένος πουθενά και γι” αυτό κατοικούνταν από αυτόνομους και ελεύθερους ανθρώπους. Ο διασκορπισμός τους από την αρχική κοιτίδα τους προς την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα έγινε επί Τουρκοκρατίας και κυρίως τον 18ο αιώνα, στα χρόνια του Αλή Πασά.
Ως προς το όνομά τους υπάρχουν πολλές και διάφορες ετυμολογίες.
Σύμφωνα με τη Σαρακατσάνικη παράδοση πήραν το όνομά τους από τους Τούρκους.
Όταν έγινε η άλωση της Κων/πολης, οι Σαρακατσαναίοι φόρεσαν μαύρα ρούχα, ως ένδειξη πένθους, και δεν υποτάχθηκαν στον κατακτητή. Οι Τούρκοι τους έβλεπαν στα μαύρα και ανυπότακτους να μετακινούνται συνεχώς (σκηνίτες).
Γι” αυτό τους ονόμασαν «Καρακατσάν» (καρά =μαύρος και κατσ(ι)άν=φυγάς, ανυπότακτος ), δηλ. «μαύροι φυγάδες». Από το Καρακατσάν με παραφθορά προήλθε η λέξη «Σαρακατσάνος».
Μια άλλη πιθανή ετυμολογία είναι από την τουρκική λέξη σαράν που σημαίνει «φορτώνειν» ή σαράι(=κατοικία,κονάκι) και την τουρκική μετοχή κατσιάν=φυγάς,ανυπότακτος, (σαράν + κατσάν = Σαρακατσάνος) γιατί από καιρό σε καιρό φόρτωναν τα πράγματά τους και μετακινούνταν με τα κοπάδια τους και γι” αυτό τους έδωσαν αυτό το όνομα (παρατσούκλι) οι Τούρκοι.
-< Κατοικούμε εδώ από τότε που ο Θεός έφτιαξε αυτόν τον ευλογημένο τόπο με τα βνά και τα ποτάμια,τον ήλιο και το φεγγάρι. Από τότε κρατάει η γενιά μας, έλεγαν οι γερόντοι Σαρακατσάνοι.>-.
Ανεξάρτητα από τις μετακινήσεις τους και τον εναλλασσόμενο τόπο διαμονής τους έχουν τα ίδια ήθη και έθιμα και κυρίως μιλούν την ίδια γλώσσα, την Ελληνική, απαλλαγμένη από ξένα στοιχεία, αναλλοίωτη, που φέρει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δωρικής διαλέκτου. Το ίδιο αναλλοίωτοι και αμόλυντοι από αλλόφυλες επιμειξίες παρέμειναν και οι Σαρακατσιάνοι, οι «καταλαγαρώτεροι Έλληνες» όπως έγραψε ο Στέφανος Γρανίτσας.
Διατήρησαν τα έθιμα, τις συνήθειες και τους κανόνες συμπεριφοράς και διαβίωσης κατά τρόπο πιστό και αυθεντικό. Στηρίχθηκαν στα παραδοσιακά τους έθιμα και στην ελληνική τους ταυτότητα και δεν επέτρεψαν στην περιβάλλουσα αλλοεθνή και ξενόγλωσση κοινωνία να εισβάλλει στη δική τους. Η οικονομική τους ευρωστία και αυτονομία και η διαβίωσή τους σε καλλίτερες υλικές συνθήκες τους οδήγησε, σε μια ουσιαστικά και τυπικά, εσωτερίκευση, τήρηση και εφαρμογή των εθιμικών κανόνων διαβίωσης και κοινωνικής συμπεριφοράς.
Η χρήση μιας και μόνο γλώσσας, της Ελληνικής, αποδεικνύει ότι οι Σαρακατσιαναίοι είναι διαφορετικοί από τους Βλάχους, (Οι Βλάχοι ή Αρμάνοι, ή Αρωμάνοι, ή Αρμούνοι, ή Αρωμούνοι της Ελλάδας γνωστοί και με άλλα ονόματα κατά περιοχές:
Κουτσόβλαχοι, Αρβανιτόβλαχοι, κ.λ .ενώ οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται Βλαχόφωνοι Έλληνες) που μιλούσαν εκτός από τα Ελληνικά και τα Βλάχικα. Επειδή η λέξη βλάχος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον άνθρωπο που έχει πρόβατα, τον κτηνοτρόφο, τον βοσκό και επειδή η κτηνοτροφική ζωή ήταν κοινό τους στοιχείο, επήλθε σύγχυση πότε ένας βλάχος (=αυτός που έχει πρόβατα, ο κτηνοτρόφος, ο βοσκός) είναι Σαρακατσιάνος και πότε Βλάχος (=Βλαχόφωνος).
Με τη διαφορά όμως ότι οι Σαρακατσαναιοι ήταν καθαροί νομάδες και δεν είχαν πουθενά χωριό, ενώ οι Βλάχοι ζούσαν νομαδικά και ημινομαδικά, ήταν πριν αιώνες εγκαταστημένοι σε χωριά και ασχολήθηκαν και με το εμπόριο, τις τέχνες και τα γράμματα, ενώ οι Σαρακατσάνοι στα μέσα του προηγούμενου αιώνα εγκατέλειψαν το νομαδισμό. Αλλά και στην ενδυμασία, στα ήθη και έθιμα, στον τρόπο ζωής ξεχωρίζουν οι Σαρακατσαναίοι από τους Βλάχους, που δεν έρχονταν σε επιμειξία μεταξύ τους αλλά ούτε και επαγγελματικό αλισβερίσι είχαν.
Ο τρόπος ζωής τους ήταν οργανωμένος με ένα είδος ποιμενικής συνεργασίας, το «Τσελιγκάτο». Είτε βρίσκονταν στα βουνά για ξεκαλοκαιριό, είτε το χειμώνα στα χειμαδιά, αδέρφια, πρωτοξαδέρφια και δεύτερα ξαδέρφια έσμιγαν τα κοπάδια τους σε ένα είδος συνεταιρισμού, για την καλλίτερη παραγωγική συνεργασία και διάθεση των κτηνοτροφικών τους προϊόντων. Αρχηγός του «Τσελιγκάτου» ήταν ο τσέλιγκας (αρχιποιμένας ), πλούσιος κτηνοτρόφος, με πολλά πρόβατα, που ξεχώριζε για τις ικανότητές του: έξυπνος, δυναμικός, κοινωνικός, ευέλικτος,τολμηρός, έντιμος και δίκαιος…
Αυτός κανόνιζε σχεδόν τα πάντα που είχαν σχέση με το τσελιγκάτο (ενοικίαση βοσκοτόπων, πώληση γάλακτος και τυροκομικών προϊόντων, αρνιών, μαλλιών κ.τ.λ.). Είχε όμως και κοινωνικό ρόλο στη στάνη: συμβούλευε- μαζί με τους γεροντότερους- και έλυνε διαφορές. Όλοι οι σμίχτες είχαν συμμετοχή στα κέρδη και τις ζημιές του κοπαδιού. Του Αγίου Δημητρίου για το καλοκαίρι και του Αγίου Γεωργίου για το χειμώνα έκαναν λογαριασμό και απολογισμό των εσόδων και εξόδων του τσελιγκάτου και πάντα κρατούσαν παραστατικά (τεφτέρια). Οι Τσοπαναραίοι ήταν αυτοί που είχαν λίγα ή καθόλου πρόβατα και δεν είχαν δικό τους τσελιγκάτο. Με τα πρόβατα αλλά και τα άλλα ζώα τους έδενε στενή σχέση. Τα φρόντιζαν και τα πρόσεχαν ιδιαίτερα, αφού ήταν γι” αυτούς όλη τους η περιουσία.
Το σπίτι των Σαρακατσαναίων (το κονάκι), που το κατασκεύαζαν μόνοι τους, ήταν ένα καλύβι με σάλωμα και ήταν δυο τύπων:
α) το ορθό κονάκι (κωνοειδής καλύβα), που κατέληγε στην κορυφή του σε σταυρό και είχε στο κέντρο την εστία (φωτογώνι) και γύρω-γύρω διασκευασμένους χώρους όπου τοποθετούσαν ρούχα, είδη μαγειρικής κ.τ.λ., ενώ υπήρχε σταθερή θέση για το εικόνισμα
β) ο πλάγιος τύπος με δίρριχτη στέγη που κατασκευαζόταν από κορμούς δέντρων, ξύλα (πελεκούδια) και κλαδιά ελάτων (μπάτσες). Τα «κονάκια», ο οικισμός δηλ. το σύνολο των νομαδικών οικογενειών αποτελούσε τη Στάνη. Στάνη και τσελιγκάτο δεν ταυτίζονταν. Μπορεί μια στάνη να είχε δυο ή περισσότερα τσελιγκάτα. Το αντίστροφο όχι.
Η Σαρακατσάνικη οικογένεια ήταν πατριαρχική. Αυστηρή πειθαρχία και άγραφοι απαρασάλευτοι νόμοι όριζαν τη συμπεριφορά του κάθε μέλους της.
Αρχηγός της οικογένειας ήταν ο άνδρας, ο πατέρας. Στον πατέρα και τη μάνα υπήρχε απόλυτος σεβασμός. Το κορίτσι το χαρακτήριζε η ντροπαλοσύνη, η καλή ανατροφή και ο καλός ψυχικός κόσμος. Το αγόρι έπρεπε να ήταν σεμνό, συγκρατημένο στις πράξεις, τα λόγια και τους τρόπους του. Ο στυλοβάτης όμως της οικογένειας ήταν η γυναίκα, που σήκωνε όλο το βάρος των ευθυνών. Αυτή είχε καθημερινά αναλάβει όλες τις δουλειές του νοικοκυριού (να φέρει ξύλα, ν” ανάψει φωτιά, να φέρει νερό από τη βρύση με τη βαρέλα, να περιποιηθεί τα παιδιά, να κάμει το νοικοκυριό του κονακιού κ.τ.λ.), αλλά και τις εξωτερικές δουλειές των προβάτων (παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, κατασκευή, στρώσιμο, ξέστρωμα μαντριών κ.τ.λ.). Η ρόκα, για το γνέσιμο του μαλλιού, ήταν η αχώριστη συντροφιά της. Όπου κι αν πήγαινε την είχε μαζί της. Το γνέσιμο του μαλλιού ήταν για τη Σαρακατσάνα ευχαρίστηση και «σκόλη». Εκείνο όμως που την κρατούσε «σκλαβωμένη» ήταν ο αργαλειός. Η Σαρακατσάνα ήταν μια αφανής ηρωίδα της καθημερινής ζωής. Έπρεπε να υπηρετεί την οικογένεια με θρησκευτική ευλάβεια και προσήλωση. Ενέπνεε όμως σεβασμό και έχαιρε εκτίμηση, ιδιαίτερα όταν γίνονταν μητέρα.
Η παιδεία των Σαρακατσάνων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Οι σκληρές συνθήκες ζωής και οι συνεχείς μετακινήσεις τους στις ορεινές περιοχές δεν επέτρεπαν τη μόρφωση των παιδιών τους σε σχολεία. Κάποια τσελιγκάτα, το καλοκαίρι, με δικά τους έξοδα μίσθωναν δάσκαλο, συνήθως συνταξιούχο, για να δώσει κάποιες γνώσεις στα παιδιά. Τα παιδιά παρακολουθούσαν τα μαθήματα σε μια ειδικά διαμορφωμένη καλύβα, το «δασκαλοκάλυβο». Είχαν όμως μια βαθιά αίσθηση του ελληνικού γλωσσικού οργάνου. Από τις αφηγήσεις τους διαπιστώνει κανείς μια λιτότητα και παραστατικότητα στην έκφραση, ενώ στα τραγούδια τους φαίνεται μια βαθιά αίσθηση του ρυθμού και του μέτρου.
Οι Σαρακατσάνοι ήταν πιστοί χριστιανοί, χωρίς μεγάλη θεωρητική κατάρτιση.
Τελούσαν όμως τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και ένιωθαν δέος για τα μυστήρια, ειδικά του γάμου και της βάπτισης. Τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης και τις ονομαστικές γιορτές τις γιόρταζαν με μεγαλοπρέπεια, όπου κι αν βρίσκονταν. Γλεντούσαν συχνά με χορό και τραγούδια. Τα τραγούδια, προϊόν ιστορικής και συναισθηματικής εσωτερίκευσης γεγονότων και καταστάσεων, κατατάσσονται σε τρεις
ενότητες: στα κλέφτικα, στα ποιμενικά και της λεβεντιάς, της Χαράς (γάμου) και της αγάπης, και του χωρισμού και της ξενητειάς. Οι χοροί τους λεβέντικοι, έχουν την καταγωγή τους στον αρχαίο ελληνικό ρυθμό. Το παίξιμο της φλογέρας – το κατεξοχήν μουσικό όργανο – για το Σαρακατσάνο τσοπάνη ήταν μια ιεροτελεστία. Ιδιαίτερα γλεντούσαν, όταν γίνονταν κάποιος γάμος στο τσελιγκάτο.
Ο γάμος μαζί με τη γέννηση των παιδιών αποτελούσε τους δυο κύριους πόλους της Σαρακατσάνικης κοινωνίας. Ο γάμος ήταν ένα κοινωνικό φαινόμενο πολυδιάστατο, με ένα κύκλο πράξεων, στάσεων, συμβόλων και συμπεριφορών. Χαρακτηριστικό του ήταν η ενδογαμία. Κοινωνικός σκοπός του γάμου ήταν η αναπαραγωγή (γέννηση και ανατροφή παιδιών) και η κοινωνική κατανομή της εργασίας. Αλλά, και το θάνατο περιβάλουν με ένα κύκλο εκδηλώσεων και πράξεων που φανερώνει ότι ήταν προετοιμασμένοι για το αναπόφευκτο αυτό γεγονός. Στις μετακινήσεις τους, στο ξεκαλοκαιριό ή το χειμαδιό, είχαν πάντα μαζί τους τη νεκροαλλαξιά.
Τα τσελιγκάτα συνέβαλαν αποφασιστικά στους αγώνες της ανεξαρτησίας. Στην επανάσταση του 1821 οι Σαρακατσιαναίοι ήταν τα στηρίγματα της κλεφτουριάς – όπως και όλοι οι άνθρωποι του βουνού – και της εξασφάλιζαν τα απαραίτητα. Κάθε οικογένεια είχε δώσει κι από έναν κλέφτη. Πολλοί ήταν και οι επώνυμοι Σαρακατσάνοι αγωνιστές (αρματολοί και κλέφτες) της προεπαναστατικής και της επαναστατικής περιόδου, όπως οι αρματολοί του Καρπενησίου Συκάδες, ο Β. Δίπλας, ο Χασιώτης και ο Λεπενιώτης ( αδέλφια του Κατσαντώνη ), ο Φαρμάκης, ο Γ. Τσόγκας, ο Αραπογιάννης, ο Λιάκος και κυρίως τα καμάρια των Σαρακατσαναίων, ο Κατσαντώνης και ο Καραϊσκάκης πολεμιστές και καπετάνιοι των Αγράφων, Τζουμέρκων και Ρούμελης.
Στον Μακεδονικό Αγώνα βοήθησαν τα ελληνικά αντάρτικα σώματα ως οδηγοί, αγγελιοφόροι, τροφοδότες και σύνδεσμοι. Περιέθαλψαν τραυματίες στις στάνες τους, διέθεσαν τρόφιμα, ιματισμό, μετέφεραν όπλα και συμμετείχαν οι ίδιοι στα αντάρτικα σώματα, όπως ο οπλαρχηγός Κ. Γαρέφης κ. α. Ο Παύλος Μελάς συνεργάστηκε στενά με τους Σαρακατσάνους. Ανώνυμοι αγωνιστές επίσης αντιστάθηκαν σ” όλους τους κατακτητές…
Αυτό που άφησαν πίσω τους ως κληρονομιά οι Σαρακατσιαναίοι δεν είναι μαρμάρινα αγάλματα, πίνακες ζωγραφικής, βιβλία προγονικά, αλλά μας κληροδότησαν υπέροχα ξυλόγλυπτα και όμορφα υφαντά, αντικείμενα που φιλοτέχνησαν για να κάνουν τη ζωή τους ευκολότερη. Η γυναίκα έφτιαχνε μόνη της τις αντρικές και γυναικείες φορεσιές. Μετά τον κούρο, το ξάσιμο του μαλλιού, το γνέσιμο, η ύφανση, το ράψιμο ήταν δικιά της δουλειά. Οι Σαρακατσαναίοι δε φόρεσαν ποτέ άλλο ξενικό ύφασμα, παρά μονάχα υφάσματα δικής τους κατασκευής. Η χαρακτηριστική σοβαρότητα των σκούρων χρωμάτων στις φορεσιές, τα υπέροχα χρώματα και σχέδια στις «παναούλες», τις μικρές ποδιές από χοντρό μάλλινο ύφασμα, ο ολοκέντητος κόκκινος φλάμπουρας του γάμου με θέματα αυστηρής συμμετρίας ανάμεσα και γύρω από τις τέσσερις γωνίες του σταυρού είναι μερικά από τα στοιχεία της Σαρακατσάνικης τέχνης.
Σήμερα η ποιοτική μεταβολή και ο κοινωνικός μετασχηματισμός των Σαρακατσαναίων είναι πραγματικότητα. Η κάθοδός τους από τα βουνά στις πεδιάδες, η εγκατάλειψη του πλάνητα βίου, η αγροτική διαβίωση ( ένα μικρό ποσοστό ασχολείται με την κτηνοτροφία ) αλλά και η ενασχόληση με ελεύθερα επαγγέλματα, η συμμετοχή τους στις μισθωτές υπηρεσίες, ιδιωτικές και δημόσιες, η ανάδειξή τους στην επιστήμη, τις τέχνες, τα γράμματα και την πολιτική διαμόρφωσαν μια Σαρακατσάνικη κοινωνία που συνδυάζει την παράδοση με τον εκσυγχρονισμό. Ιδιαίτερα διέπρεψαν στις επιστήμες, αλλά δεν υπάρχει τομέας στον επαγγελματικό χώρο, στον οποίο να μην έχουν συμμετοχή οι Σαρακατσάνοι. Όμως οι αρχές τους και οι αξίες της ζωής δεν άλλαξαν. Φιλήσυχοι και φιλόξενοι, νομοταγείς, αξιοπρεπείς, εργατικοί και αξιόπιστοι διακρίνονται για το μαχητικό τους πνεύμα, το σφρίγος και την αγωνιστικότητά τους…
Από το 1960 και μετά, που οι Σαρακατσάνοι διασκορπίστηκαν στις πόλεις και τα χωριά, σαρανταπέντε πολιτιστικοί σύλλογοι και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσαναίων (ΠΟΣΣ) προσπαθούν να κρατήσουν και να συνεχίσουν τη Σαρακατσάνικη παράδοση και να αντισταθούν στην αφομοιωτική και ισοπεδωτική τάση της εποχής μας, με το να συγκεντρώνουν και να καταγράφουν τα Σαρακατσάνικα τραγούδια, να μαθαίνουν τους χορούς στους νέους, διατηρώντας δικά τους χορευτικά συγκροτήματα.
Με τα τμήματα γερόντων αναπαράγουν το πλούσιο και ανεξάντλητο υλικό, αφού οι γέροντες είναι οι μοναδικοί αδιάψευστοι μάρτυρες της Σαρακατσάνικης ιστορίας. Μεγάλη είναι η προσφορά στη διάδοση του Σαρακατσάνικου τραγουδιού, των Σαρακατσάνων τραγουδιστών, επαγγελματιών και μη, που έχουν ηχογραφήσει σε δίσκους και κασέτες τα τραγούδια τους.
Το Λαογραφικό Μουσείο Σαρακατσάνων στις Σέρρες, όπου εκτίθεται αυθεντικό υλικό απ” όλες τις περιοχές της Ελλάδας που έχει σχέση με τη ζωή και τη λαϊκή τέχνη των Σαρακατσάνων, έτυχε Ευρωπαϊκής αναγνώρισης και βραβεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Μουσείων. Υπάρχουν όμως μουσεία, μικρότερης ίσως εμβέλειας, και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας με υλικό από τη λαϊκή τέχνη και τη ζωή των Σαρακατσαναίων. Υπαίθριοι παραδοσιακοί οικισμοί (Στάνες) σε διάφορα μέρη της χώρας κατασκευάστηκαν από συλλόγους και αναβιώνουν σκηνές από την καθημερινή ζωή των Σαρακατσαναίων.
Έντυπο υλικό κυκλοφορεί για ενημέρωση των απανταχού Σαρακατσαναίων, όπως η «Ηχώ των Σαρακατσαναίων» που εκδίδεται από την ΠΟΣΣ, το ετήσιο περιοδικό «Σαρακατσαναίοι» από την αδελφότητα Σαρακατσαναίων Ηπείρου, η εφημερίδα «Σαρακατσανικα Χαιρετήματα» από των εν αθήναις Σαρακατσαναίων Ηπείρου, το περιοδικό «Τα Δέοντα των Σαρακατσαναίων» από το Σύνδεσμο Σαρακατσαναίων Φθιώτιδας. <Τα Δρώμενα των Σαρακατσαναίων Φοιτητών> κ.ά.
Σε συνέδρια πανελλήνια και ημερίδες με εισηγητές διάφορους επιστήμονες συζητούνται ποικίλα θέματα σχετικά με τους Σαρακατσαναίους. Το Πανελλήνιο Αντάμωμα στο Περτούλι Τρικάλων την τελευταία Κυριακή του Ιουνίου και άλλα τοπικά, σε θέσεις που συνήθως ξεκαλοκαίριαζαν οι Σαρακατσαναίοι, που γίνονται κάθε χρόνο καθώς επίσης, συνεστιάσεις, συνάξεις και χοροεσπερίδες βοηθούν στη διατήρηση της παράδοσης αλλά και στη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των Σαρακατσαναίων. Τέτοια τοπικά ανταμώματα οργανώνονται στο Βελούχι (θέση Άγιοι Απόστολοι Μερκάδας) την δεύτερη Κυριακή του Ιουλίου από το Σύνδεσμο Σ. Φθιώτιδας, στην Πάρνηθα (στη θέση Μόλα) του Αγίου Πνεύματος από τους Συλλόγους Σαρακ. Αττικής, στο Γυφτόκαμπο (κεντρικό Ζαγόρι Ηπείρου) την πρώτη Κυριακή του Αυγούστου από την Αδελφότητα Σαρακατσαναίων Ηπείρου, στην Ελατειά Δράμας (θέση Μπουζάλα) στις 20 Ιουλίου από τους Συλλόγους Σαρακατσαναίων Αν. Μακεδονίας και Θράκης, στο όρος Βόρας (Καϊμακτσαλάν) στις 22 Αυγούστου από τους Συλλόγους Σαρακατσαναίων κεντρικής Μακεδονίας, καθώς και Βοιωτίας, Αιτωλοκαρνανίας, Πρέβεζας, Θεσπρωτίας, β. Πελοποννήσου κ. α. Επίσης στη Βουλγαρία στο όρος Καραντίλα (Σλίβεν) από την Ομοσπονδία Συλλόγου Σαρακατσαναίων, που έχουν μείνει εκεί μετά το κλείσιμο των συνόρων, αλλά διατηρούν τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα της Σαρακατσάνικης παράδοσης.
Πολλοί είναι εκείνοι, Έλληνες και ξένοι, ερευνητές, λαογράφοι, κοινωνιολόγοι, ιστορικοί, ανθρωπολόγοι που ασχολήθηκαν και ασχολούνται με τη ζωή και τον πολιτισμό των Σαρακαταναίων, όπως η λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη που μελέτησε τον ποιμενικό βίο των Σαρακατσαναίων, οι Ε. Μακρής, Ι. Μποτός, Ν. Κατσαρός, Θ. Γιαννακός, Γ. Αγραφιώτης, Δ. Γαρούφας, Θ. Καλοδήμος, Γ. Τσουμάνης, Π. Αραβαντινός, Δ. Γεωργακάς κ.α. Ο ανθρωπολόγος διδάκτωρ Άρης Πουλιανός που έδωσε νέα διάσταση στο θέμα της προέλευσης των Σαρακατσαναίων, οι καθηγητές κοινωνιολογίας Γ. Καββαδίας, Δ. Μαυρόγιαννης, και οι Garsten Hoeg, J. K. Campbell,Patrick leigh fermor, Glaube Fauriel. κ.α.
* ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΖΥΓΟΓΙΑΝΝΗΣ, Καθηγητής, Πρ.Πρόεδρος Πανελλ. Σ. Σαρακατσαναίων, Πρ. Πρόεδρος Συν. Σαρακατσαναίων Φθ/δας. [24grammata.com]
Αποκριάτικα και Σαρακοστιανά έθιμα των Σαρακατσαναίων
της Βασιλικής Ζαγναφέρη
(Από την ιστοσελίδα του Γιώργου Κολοβού, "Πορτραίτα Σαρακατσιαναίων"
Η λέξη «Αποκριά» ή «Απόκριες» ετυμολογικά, σημαίνει την αποχή από το κρέας. Η περίοδος της Αποκριάς αποτελεί μία περίοδο ευθυμίας, γλεντιού και, γενικά, διασκέδασης. Είναι η περίοδος της ψυχικής και σωματικής προετοιμασίας του ανθρώπου, προκειμένου να βιώσει το Θείο Πάθος και την Ανάσταση του Σωτήρα Χριστού. Έτσι, λοιπόν, πριν να μπει ο χριστιανός στο πέλαγος της Μεγάλης Σαρακοστής, όπου θα πρέπει να νηστέψει και να πενθήσει για εφτά ολόκληρες εβδομάδες, αισθάνεται την ανάγκη να διασκεδάσει αλλά και να γλεντήσει
Το Τριώδιο διαρκεί τρεις εβδομάδες. Πιο συγκεκριμένα, η πρώτη βδομάδα ονομάζεται προφωνή ή προφωνέσιμη, καθώς τότε συνήθιζαν τα νοικοκυριά να σφάζουν τους χοίρους τους, τους οποίους έθρεφαν για τον σκοπό αυτό. Η δεύτερη βδομάδα ονομάζεται κρεατινή ή ολόκριγια, γιατί κατά την περίοδο αυτή “δεν κρατούσαν” Τετάρτη και Παρασκευή.
Ακολούθως, όμως, της Κυριακής αυτής, της δεύτερης βδομάδας, αρχίζουν να “αποκρεύουν”, δηλαδή σταματούν να καταναλώνουν κρέας. Η βδομάδα αυτή λέγεται τυρινή, καθώς το κύριο συστατικό των φαγητών, κατά την διάρκειά της, είναι το τυρί. Η αρχή του Τριωδίου γίνεται, κυρίως, αισθητή την Πέμπτη της Κρεατινής, τη λεγόμενη Τσικνοπέμπτη. Είναι η μέρα που ο καθένας, ακόμη κι ο πιο φτωχός, σύμφωνα με την παράδοση, “θα τσικνώσει τη γωνιά του”, θα ψήσει δηλαδή στη φωτιά κι η τσίκνα απ’ το ψημένο κρέας θα μοσχοβολήσει στον αέρα. Αυτό το βράδυ, όπως κι αυτό της Κυριακής της κρεατινής, συνηθίζονταν οι συγγενείς να μαζεύονται και τρώνε όλοι μαζί σε κάθε σπίτι.
Αξίζει να τονίσουμε το γεγονός πως, κατά την περίοδο της Αποκριάς, οι μεταμφιέσεις δεν συνηθίζονταν στους Σαρακατσάνους, σε αντίθεση βέβαια με τις άλλες φυλές, όπου εκεί συναντούμε τα ακόλουθα ονόματα μεταμφιεσμένων, τα οποία ποικίλλουν ανάλογα με την περιοχή, πχ: Γιανίτσαροι, Κουκούγεροι, Μπούλες, Κουδουνάτοι ή το πιο χαρακτηριστικό Καρνάβαλοι (Μασκαράδες).
Έτσι, λοιπόν, οι Σαρακατσάνοι συνήθιζαν το βράδυ της Κρεατινής να σφάζουν πάντα το αρνί, προκειμένου να αποκρέψουν το κρέας, ενώ την Κυριακή της Τυροφάγου ή, αλλιώς, «Τρανή Αποκριά» είχαν στο τραπέζι τους διάφορες πίτες, όπως τυρόπιτες, γαλατόπιτες, στριφτόπιτες κ.α.
Το βράδυ της Κυριακής, παραμονής της Σαρακοστής, οι Σαρακατσάνοι έκαναν τα «σ’χωρημένα» με τα γονικά τους. Κατόπιν, αφού “σ’χωργιόνταν” μεταξύ τους, παιδιά και γονείς πήγαιναν στους μεγαλύτερους συγγενείς, στους γεροντότερους καθώς και σε όσους –είχε επικρατήσει- να τιμώνται ιδιαίτερα (π.χ. η νύφη στον “αφέντη” ή στην “κυρά”), και ζητούσαν συγχώρεση για τυχόν αντιλογίες ή παρεξηγήσεις που είχαν προκύψει κατά το παρελθόν.
Να σημειώσουμε, λοιπόν, πως τα «σ’χωρημένα» γίνονταν για να εξαγνιστούν ψυχικά, μιας και με τη νηστεία της Σαρακοστής θα επέρχονταν, παράλληλα, κι ο σωματικός τους εξαγνισμός και κάθαρση.
Πιο συγκεκριμένα, τα λόγια που αντάλλασαν ήταν τα εξής:
«Σ’χωρημένα, ό,τι είπαμε νερό κι αλάτι,
Καλή Σαρακοστή και Καλό Πάσχα».
Κι αφού έκαναν τρεις μετάνοιες, τους φίλαγαν τα χέρια.
Ακολουθούσαν, διάφορες ευχές και κεράσματα, ενώ οι γεροντότεροι έδιναν στα μικρά παιδιά μήλα, μανταρίνια κ.ά. Το ίδιο βράδυ στρώνονταν πλούσιο τραπέζι με ποικιλία από κρέατα και πίτες, ενώ διασκέδαζαν, κατά τη διάρκεια της βραδιάς, με τραγούδια και τάματα.
Μερικά, απ’ τα τραγούδια που συνήθως τραγουδούσαν οι Σαρακατσάνοι σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις τους, ήταν τα ακόλουθα:
Αφέντη μου, στην τάβλα σου χρυσή καντήλα καίει.
Δίχως αλύσα στέκεται, δίχως αέρα σιώται.
Κι αν βάλεις λάδι και νερό, φέγγεις την αφεντιά της,
κι αν βάλεις λάδι καθαρό, φέγγει σ’ όλον τον κόσμο.
Εψές είχα καλή καρδιά, τι λέτε τζάνο μ’, τζάνο μ’
και σήμερα δεν έχω.
Για να χαρώ τους φίλους μου, τους πολυαγαπημένους.
Κι εκεί που ‘τρωγαν κι έπιναν και ψιλοτραγουδούσαν,
τρία γεράκια πέταξαν, τα τρία αράδα-αράδα.
Καλώς μας ήρθε η σημερινή, σαν τον καλό το χρόνο.
Κάνει τους νιους και χαίρονται, γέρους και καμαρώνουν,
κάνει και τα μικρά παιδιά ν’ αρνιούνται από τις μάνες.
Η Καθαρά Δευτέρα, η πρώτη ημέρα της Μεγάλης Σαρακοστής, ονομάζεται και πρωτονήστιμη Δευτέρα ή και Αρχιδευτέρα, γιατί ο χριστιανός αρχίζει να “καθαίρεται” και διατροφικά (από αυτήν την ημέρα έως και το Μεγάλο Σάββατο, οι πιστοί νηστεύουν).
Τις τρεις πρώτες ημέρες – ντρήμερο- (τριήμερο) της Σαρακοστής, η νηστεία ήταν απόλυτη. Έτσι, πολλοί Σαρακατσάνοι αυτές τις ημέρες δεν έτρωγαν τίποτε, ούτε ψωμί ούτε νερό. Την τρίτη ημέρα, την Τετάρτη το πρωί, οι γυναίκες ζύμωναν μικρά ψωμάκια, τις κλουρούλες, τις οποίες δεν τις σφράγιζαν με το κοινό σφραίστρι, αλλά με τον αετό, δηλαδή, ένα ειδικό σφραίστρι με σχεδιασμένο, πάνω του, τον δικέφαλο αετό. Αυτές τις κλουρούλες μαζί με κομπόστα τις μοίραζαν από κονάκι σε κονάκι.
Την Καθαρά Δευτέρα, επίσης, οι γυναίκες έβγαιναν έξω και πήγαιναν να μαζέψουν λάχανα, ζόγια, παπαρούνες, λάπατα, λαψάνες, τσουκνιδάκια κ.α. Να αναφέρουμε, ότι η διατροφή των Σαρακατσαναίων, κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής, ήταν πολύ φτωχή και λιτή. Τα μαγειρεμένα φαγητά τους, ήταν όλα ανάρτ(η)γα, δηλαδή νηστίσιμα. Αυτά περιλάμβαναν: φασόλια, πατάτες, λιασμένα απ’ το καλοκαίρι κορόμηλα και λαχανικά, άλλοτε τσιγαρισμένα, άλλοτε με χυλό κι άλλοτε νερόβραστα.
Εδώ, θα πρέπει να συμπληρώσουμε, πως την έννοια του “καθαρμού” για την Σαρακοστή, τονίζει, ακόμη, και το ψωμί της ημέρας, η λαγάνα, που ως σημείο αναφοράς, διαμορφώνει και χαρακτηρίζει μορφολογικά και τυπολογικά τη λειτουργία της εορτής, έτσι ζυμώνεται νηστίσιμο, σαν τα άζυμα της Παλαιάς Διαθήκης.
Τα έθιμα της Καθαράς Δευτέρας, κατ’ εξοχήν διαβατήρια κι εξώστρεφα, τελεσιουργούνται, κυρίως, στην ύπαιθρο κι αποσκοπούν σε μία επικοινωνιακή – καθαρτική μέθεξη με τη φύση και τον κόσμο.
Μια από τις γνωστές γιορτές της Σαρακοστής, είναι του Αϊ – Θόδωρου, που γιορτάζεται το πρώτο Σάββατο της Σαρακοστής κι ανήκει στα Ψυχοσάββατα. Την ημέρα αυτή τα ανύπαντρα κορίτσια και τα παιδιά περίμεναν να τους φανερώσει ο Άγιος με ποιον ή ποια θα παντρευτούν. Έτσι, φρόντιζαν απ’ το βράδυ της Παρασκευής να πάρουν μερικά σπυριά σιτάρι απ’ την εκκλησία, τα οποία, είτε τα έριχναν σ’ ένα σταυροδρόμι, λέγοντας μία σχετική ευχή, είτε τα έβαζαν κάτω απ’ το προσκέφαλό τους.
Επίσης, τον Αϊ- Θόδωρο έφτιαχναν και τις γνωστές «αλμυρόκλουρες». Αυτές, τις ζύμωναν με τρεις χούφτες αλεύρι και τρεις αλάτι. Τα υλικά αυτά τα έκλεβαν πριν από τρεις ημέρες από τρεις πρωτοστέφανες γυναίκες (δηλ. που έχουν παντρευτεί μία μόνο φορά) και τα ζύμωνε ένα μικρό κορίτσι. Κι αφού τις έψηναν, τις έτρωγαν τα ανύπαντρα κορίτσια, πιστεύοντας πως αυτός που θα τους έφερνε νερό στο όνειρό τους, θα ήταν αυτός που θα παντρεύονταν.
Ακόμη, την παραμονή της γιορτής αυτής, την Παρασκευή, οι γυναίκες ξεκινούσαν τις προετοιμασίες τους, για το «μέρασμα» για το ψυχοσάββατο, το οποίο όπως προαναφέραμε, συμπίπτει με τη γιορτή του Αϊ – Θόδωρου.
Η διαδικασία που ακολουθούνταν, είχε ως εξής: καθάριζαν, αρχικά, το σιτάρι, το έβραζαν, έριχναν από πάνω ζάχαρη και κουφέτα, με λίγο καμένο αλεύρι, και το μοίραζαν την επόμενη ημέρα. Συγκεκριμένα, πήγαιναν από κονάκι σε κονάκι, με ένα ταψί, το οποίο περιείχε το σιτάρι, ψωμί, κρέας και κρασί και τα μοίραζαν σ’ όλους, για να «σχωρηθούν τα πεθαμένα».
Μία άλλη μια γιορτή ιδιαίτερη για τους Σαρακατσάνους, ήταν αυτή των Αϊ - Σαράντα ή Αϊ – Σαράντου στις 9 Μαρτίου. Όλες οι συνήθειες και οι προλήψεις της ημέρας αυτής είχαν τη θρησκευτική σημασία του αριθμού 40. Έτσι, οι Σαρακατσάνες έφτιαχναν τις σαραντόπιτες, δηλαδή πίτες με 40 φύλλα ή 40 τηγανίτες, τις οποίες έψηναν στη γάστρα, και τις μοίραζαν στα καλύβια, για την ψυχή των ζωντανών, λέγοντας το ακόλουθο δίστιχο:
Σαράντα φάει, σαράντα πιει
Σαράντα δώσε στη ψυχή.
Επίσης, κατά την ημέρα αυτή, οι γυναίκες έβγαιναν έξω, να μαζέψουν ζόχια, ενώ το μεσημέρι, πριν το φαγητό τους, έλεγαν στο τραπέζι, όπου ήταν όλοι συγκεντρωμένοι:
Σαράντα φίδια αν είσαστε
Σαράντα ράχες πάτε
Έφαγα το ζόχο μου
Και θα σας φαρμακώσω.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, ζητούσαν την προστασία των Αγίων από τα φίδια, τα οποία, με τον ερχομό της άνοιξης, θα τα συναντούσαν στο δρόμο τους για τα βουνά.
Κλείνοντας, να αναφέρουμε για την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, πως αν και θεωρούνταν από τους Σαρακατσάνους μία μεγάλη, σημαντική γιορτή, ωστόσο, δεν την γιόρταζαν ιδιαίτερα, λόγω του γεγονότος ότι έπεφτε μέσα στην Σαρακοστή.
Την Κυριακή των Βαΐων, πήγαιναν στην εκκλησία για να πάρουν «βάϊα», δηλαδή φύλλα δάφνης ή μυρτιάς. Ένα έθιμο, το οποίο έχει τις ρίζες του στον 9ο αιώνα μ.Χ. και παραπέμπει στην υποδοχή του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Έτσι, απ’ το βράδυ της ημέρας αυτής, άρχιζε το πένθος τους, για την Μεγάλη Βδομάδα, για να γιορτάσουν, μετέπειτα, με ιδιαίτερη χαρά κι αγαλλίαση τη Λαμπρή.
Πηγές:
Γαρούφας Δ., (1982), «Σαρακατσάνικη Παράδοση»
Καββαδίας Γ., (1996), «Σαρακατσάνοι»
Μακρής Ε., (1997), «Ζωή και Παράδοση των Σαρακατσαναίων»
Τσαούσης Β., (1998), ¨Τραγούδια-Χοροί-Έθιμα των Σαρακατσάνων»
της Βασιλικής Ζαγναφέρη
(Από την ιστοσελίδα του Γιώργου Κολοβού, "Πορτραίτα Σαρακατσιαναίων"
Η λέξη «Αποκριά» ή «Απόκριες» ετυμολογικά, σημαίνει την αποχή από το κρέας. Η περίοδος της Αποκριάς αποτελεί μία περίοδο ευθυμίας, γλεντιού και, γενικά, διασκέδασης. Είναι η περίοδος της ψυχικής και σωματικής προετοιμασίας του ανθρώπου, προκειμένου να βιώσει το Θείο Πάθος και την Ανάσταση του Σωτήρα Χριστού. Έτσι, λοιπόν, πριν να μπει ο χριστιανός στο πέλαγος της Μεγάλης Σαρακοστής, όπου θα πρέπει να νηστέψει και να πενθήσει για εφτά ολόκληρες εβδομάδες, αισθάνεται την ανάγκη να διασκεδάσει αλλά και να γλεντήσει
Το Τριώδιο διαρκεί τρεις εβδομάδες. Πιο συγκεκριμένα, η πρώτη βδομάδα ονομάζεται προφωνή ή προφωνέσιμη, καθώς τότε συνήθιζαν τα νοικοκυριά να σφάζουν τους χοίρους τους, τους οποίους έθρεφαν για τον σκοπό αυτό. Η δεύτερη βδομάδα ονομάζεται κρεατινή ή ολόκριγια, γιατί κατά την περίοδο αυτή “δεν κρατούσαν” Τετάρτη και Παρασκευή.
Ακολούθως, όμως, της Κυριακής αυτής, της δεύτερης βδομάδας, αρχίζουν να “αποκρεύουν”, δηλαδή σταματούν να καταναλώνουν κρέας. Η βδομάδα αυτή λέγεται τυρινή, καθώς το κύριο συστατικό των φαγητών, κατά την διάρκειά της, είναι το τυρί. Η αρχή του Τριωδίου γίνεται, κυρίως, αισθητή την Πέμπτη της Κρεατινής, τη λεγόμενη Τσικνοπέμπτη. Είναι η μέρα που ο καθένας, ακόμη κι ο πιο φτωχός, σύμφωνα με την παράδοση, “θα τσικνώσει τη γωνιά του”, θα ψήσει δηλαδή στη φωτιά κι η τσίκνα απ’ το ψημένο κρέας θα μοσχοβολήσει στον αέρα. Αυτό το βράδυ, όπως κι αυτό της Κυριακής της κρεατινής, συνηθίζονταν οι συγγενείς να μαζεύονται και τρώνε όλοι μαζί σε κάθε σπίτι.
Αξίζει να τονίσουμε το γεγονός πως, κατά την περίοδο της Αποκριάς, οι μεταμφιέσεις δεν συνηθίζονταν στους Σαρακατσάνους, σε αντίθεση βέβαια με τις άλλες φυλές, όπου εκεί συναντούμε τα ακόλουθα ονόματα μεταμφιεσμένων, τα οποία ποικίλλουν ανάλογα με την περιοχή, πχ: Γιανίτσαροι, Κουκούγεροι, Μπούλες, Κουδουνάτοι ή το πιο χαρακτηριστικό Καρνάβαλοι (Μασκαράδες).
Έτσι, λοιπόν, οι Σαρακατσάνοι συνήθιζαν το βράδυ της Κρεατινής να σφάζουν πάντα το αρνί, προκειμένου να αποκρέψουν το κρέας, ενώ την Κυριακή της Τυροφάγου ή, αλλιώς, «Τρανή Αποκριά» είχαν στο τραπέζι τους διάφορες πίτες, όπως τυρόπιτες, γαλατόπιτες, στριφτόπιτες κ.α.
Το βράδυ της Κυριακής, παραμονής της Σαρακοστής, οι Σαρακατσάνοι έκαναν τα «σ’χωρημένα» με τα γονικά τους. Κατόπιν, αφού “σ’χωργιόνταν” μεταξύ τους, παιδιά και γονείς πήγαιναν στους μεγαλύτερους συγγενείς, στους γεροντότερους καθώς και σε όσους –είχε επικρατήσει- να τιμώνται ιδιαίτερα (π.χ. η νύφη στον “αφέντη” ή στην “κυρά”), και ζητούσαν συγχώρεση για τυχόν αντιλογίες ή παρεξηγήσεις που είχαν προκύψει κατά το παρελθόν.
Να σημειώσουμε, λοιπόν, πως τα «σ’χωρημένα» γίνονταν για να εξαγνιστούν ψυχικά, μιας και με τη νηστεία της Σαρακοστής θα επέρχονταν, παράλληλα, κι ο σωματικός τους εξαγνισμός και κάθαρση.
Πιο συγκεκριμένα, τα λόγια που αντάλλασαν ήταν τα εξής:
«Σ’χωρημένα, ό,τι είπαμε νερό κι αλάτι,
Καλή Σαρακοστή και Καλό Πάσχα».
Κι αφού έκαναν τρεις μετάνοιες, τους φίλαγαν τα χέρια.
Ακολουθούσαν, διάφορες ευχές και κεράσματα, ενώ οι γεροντότεροι έδιναν στα μικρά παιδιά μήλα, μανταρίνια κ.ά. Το ίδιο βράδυ στρώνονταν πλούσιο τραπέζι με ποικιλία από κρέατα και πίτες, ενώ διασκέδαζαν, κατά τη διάρκεια της βραδιάς, με τραγούδια και τάματα.
Μερικά, απ’ τα τραγούδια που συνήθως τραγουδούσαν οι Σαρακατσάνοι σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις τους, ήταν τα ακόλουθα:
Αφέντη μου, στην τάβλα σου χρυσή καντήλα καίει.
Δίχως αλύσα στέκεται, δίχως αέρα σιώται.
Κι αν βάλεις λάδι και νερό, φέγγεις την αφεντιά της,
κι αν βάλεις λάδι καθαρό, φέγγει σ’ όλον τον κόσμο.
Εψές είχα καλή καρδιά, τι λέτε τζάνο μ’, τζάνο μ’
και σήμερα δεν έχω.
Για να χαρώ τους φίλους μου, τους πολυαγαπημένους.
Κι εκεί που ‘τρωγαν κι έπιναν και ψιλοτραγουδούσαν,
τρία γεράκια πέταξαν, τα τρία αράδα-αράδα.
Καλώς μας ήρθε η σημερινή, σαν τον καλό το χρόνο.
Κάνει τους νιους και χαίρονται, γέρους και καμαρώνουν,
κάνει και τα μικρά παιδιά ν’ αρνιούνται από τις μάνες.
Η Καθαρά Δευτέρα, η πρώτη ημέρα της Μεγάλης Σαρακοστής, ονομάζεται και πρωτονήστιμη Δευτέρα ή και Αρχιδευτέρα, γιατί ο χριστιανός αρχίζει να “καθαίρεται” και διατροφικά (από αυτήν την ημέρα έως και το Μεγάλο Σάββατο, οι πιστοί νηστεύουν).
Τις τρεις πρώτες ημέρες – ντρήμερο- (τριήμερο) της Σαρακοστής, η νηστεία ήταν απόλυτη. Έτσι, πολλοί Σαρακατσάνοι αυτές τις ημέρες δεν έτρωγαν τίποτε, ούτε ψωμί ούτε νερό. Την τρίτη ημέρα, την Τετάρτη το πρωί, οι γυναίκες ζύμωναν μικρά ψωμάκια, τις κλουρούλες, τις οποίες δεν τις σφράγιζαν με το κοινό σφραίστρι, αλλά με τον αετό, δηλαδή, ένα ειδικό σφραίστρι με σχεδιασμένο, πάνω του, τον δικέφαλο αετό. Αυτές τις κλουρούλες μαζί με κομπόστα τις μοίραζαν από κονάκι σε κονάκι.
Την Καθαρά Δευτέρα, επίσης, οι γυναίκες έβγαιναν έξω και πήγαιναν να μαζέψουν λάχανα, ζόγια, παπαρούνες, λάπατα, λαψάνες, τσουκνιδάκια κ.α. Να αναφέρουμε, ότι η διατροφή των Σαρακατσαναίων, κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής, ήταν πολύ φτωχή και λιτή. Τα μαγειρεμένα φαγητά τους, ήταν όλα ανάρτ(η)γα, δηλαδή νηστίσιμα. Αυτά περιλάμβαναν: φασόλια, πατάτες, λιασμένα απ’ το καλοκαίρι κορόμηλα και λαχανικά, άλλοτε τσιγαρισμένα, άλλοτε με χυλό κι άλλοτε νερόβραστα.
Εδώ, θα πρέπει να συμπληρώσουμε, πως την έννοια του “καθαρμού” για την Σαρακοστή, τονίζει, ακόμη, και το ψωμί της ημέρας, η λαγάνα, που ως σημείο αναφοράς, διαμορφώνει και χαρακτηρίζει μορφολογικά και τυπολογικά τη λειτουργία της εορτής, έτσι ζυμώνεται νηστίσιμο, σαν τα άζυμα της Παλαιάς Διαθήκης.
Τα έθιμα της Καθαράς Δευτέρας, κατ’ εξοχήν διαβατήρια κι εξώστρεφα, τελεσιουργούνται, κυρίως, στην ύπαιθρο κι αποσκοπούν σε μία επικοινωνιακή – καθαρτική μέθεξη με τη φύση και τον κόσμο.
Μια από τις γνωστές γιορτές της Σαρακοστής, είναι του Αϊ – Θόδωρου, που γιορτάζεται το πρώτο Σάββατο της Σαρακοστής κι ανήκει στα Ψυχοσάββατα. Την ημέρα αυτή τα ανύπαντρα κορίτσια και τα παιδιά περίμεναν να τους φανερώσει ο Άγιος με ποιον ή ποια θα παντρευτούν. Έτσι, φρόντιζαν απ’ το βράδυ της Παρασκευής να πάρουν μερικά σπυριά σιτάρι απ’ την εκκλησία, τα οποία, είτε τα έριχναν σ’ ένα σταυροδρόμι, λέγοντας μία σχετική ευχή, είτε τα έβαζαν κάτω απ’ το προσκέφαλό τους.
Επίσης, τον Αϊ- Θόδωρο έφτιαχναν και τις γνωστές «αλμυρόκλουρες». Αυτές, τις ζύμωναν με τρεις χούφτες αλεύρι και τρεις αλάτι. Τα υλικά αυτά τα έκλεβαν πριν από τρεις ημέρες από τρεις πρωτοστέφανες γυναίκες (δηλ. που έχουν παντρευτεί μία μόνο φορά) και τα ζύμωνε ένα μικρό κορίτσι. Κι αφού τις έψηναν, τις έτρωγαν τα ανύπαντρα κορίτσια, πιστεύοντας πως αυτός που θα τους έφερνε νερό στο όνειρό τους, θα ήταν αυτός που θα παντρεύονταν.
Ακόμη, την παραμονή της γιορτής αυτής, την Παρασκευή, οι γυναίκες ξεκινούσαν τις προετοιμασίες τους, για το «μέρασμα» για το ψυχοσάββατο, το οποίο όπως προαναφέραμε, συμπίπτει με τη γιορτή του Αϊ – Θόδωρου.
Η διαδικασία που ακολουθούνταν, είχε ως εξής: καθάριζαν, αρχικά, το σιτάρι, το έβραζαν, έριχναν από πάνω ζάχαρη και κουφέτα, με λίγο καμένο αλεύρι, και το μοίραζαν την επόμενη ημέρα. Συγκεκριμένα, πήγαιναν από κονάκι σε κονάκι, με ένα ταψί, το οποίο περιείχε το σιτάρι, ψωμί, κρέας και κρασί και τα μοίραζαν σ’ όλους, για να «σχωρηθούν τα πεθαμένα».
Μία άλλη μια γιορτή ιδιαίτερη για τους Σαρακατσάνους, ήταν αυτή των Αϊ - Σαράντα ή Αϊ – Σαράντου στις 9 Μαρτίου. Όλες οι συνήθειες και οι προλήψεις της ημέρας αυτής είχαν τη θρησκευτική σημασία του αριθμού 40. Έτσι, οι Σαρακατσάνες έφτιαχναν τις σαραντόπιτες, δηλαδή πίτες με 40 φύλλα ή 40 τηγανίτες, τις οποίες έψηναν στη γάστρα, και τις μοίραζαν στα καλύβια, για την ψυχή των ζωντανών, λέγοντας το ακόλουθο δίστιχο:
Σαράντα φάει, σαράντα πιει
Σαράντα δώσε στη ψυχή.
Επίσης, κατά την ημέρα αυτή, οι γυναίκες έβγαιναν έξω, να μαζέψουν ζόχια, ενώ το μεσημέρι, πριν το φαγητό τους, έλεγαν στο τραπέζι, όπου ήταν όλοι συγκεντρωμένοι:
Σαράντα φίδια αν είσαστε
Σαράντα ράχες πάτε
Έφαγα το ζόχο μου
Και θα σας φαρμακώσω.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, ζητούσαν την προστασία των Αγίων από τα φίδια, τα οποία, με τον ερχομό της άνοιξης, θα τα συναντούσαν στο δρόμο τους για τα βουνά.
Κλείνοντας, να αναφέρουμε για την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, πως αν και θεωρούνταν από τους Σαρακατσάνους μία μεγάλη, σημαντική γιορτή, ωστόσο, δεν την γιόρταζαν ιδιαίτερα, λόγω του γεγονότος ότι έπεφτε μέσα στην Σαρακοστή.
Την Κυριακή των Βαΐων, πήγαιναν στην εκκλησία για να πάρουν «βάϊα», δηλαδή φύλλα δάφνης ή μυρτιάς. Ένα έθιμο, το οποίο έχει τις ρίζες του στον 9ο αιώνα μ.Χ. και παραπέμπει στην υποδοχή του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Έτσι, απ’ το βράδυ της ημέρας αυτής, άρχιζε το πένθος τους, για την Μεγάλη Βδομάδα, για να γιορτάσουν, μετέπειτα, με ιδιαίτερη χαρά κι αγαλλίαση τη Λαμπρή.
Πηγές:
Γαρούφας Δ., (1982), «Σαρακατσάνικη Παράδοση»
Καββαδίας Γ., (1996), «Σαρακατσάνοι»
Μακρής Ε., (1997), «Ζωή και Παράδοση των Σαρακατσαναίων»
Τσαούσης Β., (1998), ¨Τραγούδια-Χοροί-Έθιμα των Σαρακατσάνων»
Ποιοί είμαστε οι Σαρακατσαναίοι ή Σαρακατσάνοι ή Καρακατσάνοι ή Σαρακατσιαναίοι.
Είμαστε λαός με ιδιόμορφο πολιτισμό που εμπεριέχει ήθη και έθιμα χιλιετιών, κάποια εκ των οποίων είναι μοναδικά. Παράδειγμα γι' αυτό αποτελεί το «θεατρικό» που γίνεται κατά τη διάρκεια του σαρακατσάνικου γάμου(Δευτέρα στο ξεσάκιασμα των προικιών), στο οποίο συμμετέχουν μόνον άνδρες οι οποίοι ενσαρκώνουν και τους γυναικείους ρόλους φορώντας γυναικεία ρούχα όπως ακριβώς αυτό συνέβαινε στις κωμωδίες και τις τραγωδίες του Αριστοφάνη και του Αισχύλου. Το γεγονός αυτό προδίδει την αρχαιοελληνική καταγωγή μας. Ακόμη, το έθιμο της αποστολής χαιρετισμάτων μέσω τρίτου προσώπου, με ένα μήλο και ένα κέρμα καρφωμένο μέσα του. Αλλά και ο φλάμπουρας, αυτό το πλέον υποχρεωτικό στοιχείο του γάμου, που έχει τις ρίζες του στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, μαρτυρά την ορθόδοξη πίστη των Σαρακατσάνων. Η παρουσία του μαιάνδρου στα κεντήματα των γυναικών, και η φουστανέλα που φορούσαν οι άνδρες σε επίσημες περιστάσεις, π.χ. στους γάμους, μήπως είναι οι πλέον σαφείς αποδείξεις για την ελληνική καταγωγή μας;
Θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε συνοπτικά την ψυχολογία του λαού μας. Η παροιμιώδης εργατικότητα και η ειλικρίνεια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά μας. Γεννιόμασταν κατά τη διάρκεια της μετάβασης από το βουνό προς τον κάμπο και το αντίστροφο. Η Σαρακατσάνα γεννούσε στον κάμπο. Χρέη μαίας εκτελούσαν οι ηλικιωμένες γυναίκες οι οποίες τύλιγαν το μωρό και αμέσως μετά η μητέρα σηκωνόταν και συμμετείχε στο φόρτωμα των πραγμάτων πάνω στα άλογα και το καραβάνι συνέχιζε το δρόμο του. Με τον τρόπο αυτό η φύση έκανε την πιο εύστοχη διαλογή καθώς επιζούσαν μόνον οι υγιέστεροι. Αργότερα, όταν γινόταν συζήτηση για το πότε γεννήθηκε κάποιο παιδί, η Σαρακατσάνα μητέρα δεν χρησιμοποιούσε ποτέ τη λέξη «γέννησα». Έλεγε «γεννήθηκε» ή «βρέθηκε». Είμαστε λαός με γερή κράση, δεν υπήρχαν περιπτώσεις πολιομυελίτιδας, ούτε εγκεφαλικά επεισόδια.
Η παιδική ηλικία διαρκούσε το πολύ 5 χρόνια. Μετά τα αγόρια έπρεπε να μπουν στην παραγωγική διαδικασία, κυρίως βόσκοντας κοπάδια από πρόβατα, κατσίκια, άλογα κ.α.. Εκεί οι μεγαλύτεροι τους μάθαιναν γραφή και μελέτη, εκεί ήταν το «πανεπιστήμιό» τους. Ακούγοντας για τους ηρωισμούς παλαιών κλεφτών, εκεί λάμβαναν τη διαπαιδαγώγηση, εκεί διαμόρφωναν το χαρακτήρα τους που ήταν τόσο σημαντικός στην πάλη για την επιβίωση. Η βάπτιση και η στέψη γίνονταν πάντοτε στην εκκλησία, ενώ μόλις τα παιδιά έφθαναν σε ηλικία μονού αριθμού ετών – 3, 5, 7 ή 9 – οι νονοί τους δώριζαν μια ολοκαίνουργια φορεσιά και το έθιμο αυτό ονομαζόταν «φώτισμα».
Κάθε είδους επικοινωνία μεταξύ των νέων πριν από το γάμο, με πολύ μικρές εξαιρέσεις, θεωρούταν ταμπού. Τον κύριο ρόλο σχετικά με τη δημιουργία της νέας οικογένειας είχαν οι συμπέθεροι. Οι νεόνυμφοι ήταν οι τελευταίοι που είχαν δικαίωμα άποψης. Οι συνομιλίες μεταξύ των νεόνυμφων σε δημόσιους χώρους θεωρούταν σημάδι κακής αγωγής. Η λειτουργία της οικογένειας χαρακτηριζόταν από ένα αυστηρό πατριαρχικό καθεστώς που εγγυόταν την τάξη, τον σεβασμό και την ενότητα. Τα διαζύγια ήταν κάτι το άγνωστο. Η σαρακατσάνικη οικογένεια ήταν πολυπληθής, είχε τουλάχιστον 4 παιδιά και δυο ηλικιωμένους γονείς, οι οποίοι ασχολούνταν με την ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, καθώς η μητέρα συχνά βοηθούσε τον σύζυγό της στις εργασίες εκτός σπιτιού. Ο σεβασμός προς τους γονείς και τους ηλικιωμένους ήταν στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Επρόκειτο για μια κοινωνία με υψηλές ηθικές αξίες που άγγιζε τα όρια του ιδανικού. Ήταν ένας αξιοσημείωτος συνδυασμός της πάλης με τα στοιχεία της φύσης και των ατελείωτων τραγουδιών και χορών. Μια ζωή που εξαρτιόταν αποκλειστικά από τη φύση, και την ίδια στιγμή, κυλούσε σε πλήρη αρμονία μαζί της!
Οι Σαρακατσάνοι μπορούσαν να προβλέψουν τον καιρό, γνώριζαν την ώρα χωρίς να χρησιμοποιούν ρολόι και έκαναν μαντείες εξετάζοντας τα πλευρά του σφαγίου. Η πίστη στο Θεό και η τήρηση των κανόνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα. Η θυσία του νέου αρσενικού αμνού στη μνήμη των Αγίων της Εκκλησίας – του Αγ. Γεωργίου, του Προφήτη Ηλία, της Παναγίας, του Αγ. Δημητρίου κ.α. – ήταν κανόνας για κάθε σαρακατσάνικη οικογένεια. Αυτό, φυσικά, αποτελούσε και αφορμή για γλέντι. Μαζεύονταν όλοι σε ένα μέρος και έχοντας πιει πολύ λίγο αλκοόλ, το τραγούδι σαν να ανάβλυζε απευθείας από την ψυχή τους. Οι άνδρες ξεκινούσαν το τραγούδι και οι γυναίκες, που κάθονταν παραδίπλα, επαναλάμβαναν το στίχο. Το τραγούδι δεν συνοδευόταν από μουσικά όργανα, παρά μόνο από τους ήχους της τζαμάρας. Έχοντας μια πολύ πλούσια μουσική κληρονομιά, οι Σαρακατσάνοι αντιδρούσαν άμεσα στα γεγονότα της εποχής τους. Έτσι, υπάρχουν τραγούδια που αναφέρονται στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα του 1821, αλλά και στον Ρώσο – τουρκικό πόλεμο του 1878 και συγκεκριμένα στην πολιορκία της πόλης Πλέβεν. Είναι πολύ εύστοχη η έκφρασή μας που λέει πως όταν τραγουδάμε κλαίμε, και όταν κλαίμε τραγουδάμε. Είναι πραγματικά συγκλονιστική η εμπειρία του να παρακολουθήσει κανείς μια σαρακατσάνικη κηδεία, και ειδικά όταν κηδεύεται κάποιος νέος άνθρωπος. Το μοιρολόι, που είναι και αυτό τραγούδι, λέγεται με τόσο πόνο και είναι τέτοιος ο θρήνος που μπορεί να συγκινήσει και τον πιο σκληρό άνθρωπο. Υπάρχει μια αίσθηση αρχαίας τραγωδίας όπως σε εκείνες του Σοφοκλή. Ο πόνος για το χαμένο παιδί δεν χάνεται ποτέ και ακολουθεί τη δύστυχη μητέρα έως το τέλος της ζωής της. Στο παρελθόν οι Σαρακατσάνοι κήδευαν τους νεκρούς τους μόνο σε ορισμένα μέρη στην πλησιέστερη πόλη ή χωριό, κάτι που δεν είναι νομαδικό έθιμο.
Σήμερα, οι Σαρακατσάνοι ζούμε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον και προσπαθούμε να είμαστε αντάξιοι κληρονόμοι των προγόνων μας, προσφέροντας τη δική μας συμβολή στον πολιτισμό του τόπου που ζούμε και της Πατρίδας μας γενικότερα.
Είμαστε λαός με ιδιόμορφο πολιτισμό που εμπεριέχει ήθη και έθιμα χιλιετιών, κάποια εκ των οποίων είναι μοναδικά. Παράδειγμα γι' αυτό αποτελεί το «θεατρικό» που γίνεται κατά τη διάρκεια του σαρακατσάνικου γάμου(Δευτέρα στο ξεσάκιασμα των προικιών), στο οποίο συμμετέχουν μόνον άνδρες οι οποίοι ενσαρκώνουν και τους γυναικείους ρόλους φορώντας γυναικεία ρούχα όπως ακριβώς αυτό συνέβαινε στις κωμωδίες και τις τραγωδίες του Αριστοφάνη και του Αισχύλου. Το γεγονός αυτό προδίδει την αρχαιοελληνική καταγωγή μας. Ακόμη, το έθιμο της αποστολής χαιρετισμάτων μέσω τρίτου προσώπου, με ένα μήλο και ένα κέρμα καρφωμένο μέσα του. Αλλά και ο φλάμπουρας, αυτό το πλέον υποχρεωτικό στοιχείο του γάμου, που έχει τις ρίζες του στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, μαρτυρά την ορθόδοξη πίστη των Σαρακατσάνων. Η παρουσία του μαιάνδρου στα κεντήματα των γυναικών, και η φουστανέλα που φορούσαν οι άνδρες σε επίσημες περιστάσεις, π.χ. στους γάμους, μήπως είναι οι πλέον σαφείς αποδείξεις για την ελληνική καταγωγή μας;
Θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε συνοπτικά την ψυχολογία του λαού μας. Η παροιμιώδης εργατικότητα και η ειλικρίνεια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά μας. Γεννιόμασταν κατά τη διάρκεια της μετάβασης από το βουνό προς τον κάμπο και το αντίστροφο. Η Σαρακατσάνα γεννούσε στον κάμπο. Χρέη μαίας εκτελούσαν οι ηλικιωμένες γυναίκες οι οποίες τύλιγαν το μωρό και αμέσως μετά η μητέρα σηκωνόταν και συμμετείχε στο φόρτωμα των πραγμάτων πάνω στα άλογα και το καραβάνι συνέχιζε το δρόμο του. Με τον τρόπο αυτό η φύση έκανε την πιο εύστοχη διαλογή καθώς επιζούσαν μόνον οι υγιέστεροι. Αργότερα, όταν γινόταν συζήτηση για το πότε γεννήθηκε κάποιο παιδί, η Σαρακατσάνα μητέρα δεν χρησιμοποιούσε ποτέ τη λέξη «γέννησα». Έλεγε «γεννήθηκε» ή «βρέθηκε». Είμαστε λαός με γερή κράση, δεν υπήρχαν περιπτώσεις πολιομυελίτιδας, ούτε εγκεφαλικά επεισόδια.
Η παιδική ηλικία διαρκούσε το πολύ 5 χρόνια. Μετά τα αγόρια έπρεπε να μπουν στην παραγωγική διαδικασία, κυρίως βόσκοντας κοπάδια από πρόβατα, κατσίκια, άλογα κ.α.. Εκεί οι μεγαλύτεροι τους μάθαιναν γραφή και μελέτη, εκεί ήταν το «πανεπιστήμιό» τους. Ακούγοντας για τους ηρωισμούς παλαιών κλεφτών, εκεί λάμβαναν τη διαπαιδαγώγηση, εκεί διαμόρφωναν το χαρακτήρα τους που ήταν τόσο σημαντικός στην πάλη για την επιβίωση. Η βάπτιση και η στέψη γίνονταν πάντοτε στην εκκλησία, ενώ μόλις τα παιδιά έφθαναν σε ηλικία μονού αριθμού ετών – 3, 5, 7 ή 9 – οι νονοί τους δώριζαν μια ολοκαίνουργια φορεσιά και το έθιμο αυτό ονομαζόταν «φώτισμα».
Κάθε είδους επικοινωνία μεταξύ των νέων πριν από το γάμο, με πολύ μικρές εξαιρέσεις, θεωρούταν ταμπού. Τον κύριο ρόλο σχετικά με τη δημιουργία της νέας οικογένειας είχαν οι συμπέθεροι. Οι νεόνυμφοι ήταν οι τελευταίοι που είχαν δικαίωμα άποψης. Οι συνομιλίες μεταξύ των νεόνυμφων σε δημόσιους χώρους θεωρούταν σημάδι κακής αγωγής. Η λειτουργία της οικογένειας χαρακτηριζόταν από ένα αυστηρό πατριαρχικό καθεστώς που εγγυόταν την τάξη, τον σεβασμό και την ενότητα. Τα διαζύγια ήταν κάτι το άγνωστο. Η σαρακατσάνικη οικογένεια ήταν πολυπληθής, είχε τουλάχιστον 4 παιδιά και δυο ηλικιωμένους γονείς, οι οποίοι ασχολούνταν με την ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, καθώς η μητέρα συχνά βοηθούσε τον σύζυγό της στις εργασίες εκτός σπιτιού. Ο σεβασμός προς τους γονείς και τους ηλικιωμένους ήταν στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Επρόκειτο για μια κοινωνία με υψηλές ηθικές αξίες που άγγιζε τα όρια του ιδανικού. Ήταν ένας αξιοσημείωτος συνδυασμός της πάλης με τα στοιχεία της φύσης και των ατελείωτων τραγουδιών και χορών. Μια ζωή που εξαρτιόταν αποκλειστικά από τη φύση, και την ίδια στιγμή, κυλούσε σε πλήρη αρμονία μαζί της!
Οι Σαρακατσάνοι μπορούσαν να προβλέψουν τον καιρό, γνώριζαν την ώρα χωρίς να χρησιμοποιούν ρολόι και έκαναν μαντείες εξετάζοντας τα πλευρά του σφαγίου. Η πίστη στο Θεό και η τήρηση των κανόνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα. Η θυσία του νέου αρσενικού αμνού στη μνήμη των Αγίων της Εκκλησίας – του Αγ. Γεωργίου, του Προφήτη Ηλία, της Παναγίας, του Αγ. Δημητρίου κ.α. – ήταν κανόνας για κάθε σαρακατσάνικη οικογένεια. Αυτό, φυσικά, αποτελούσε και αφορμή για γλέντι. Μαζεύονταν όλοι σε ένα μέρος και έχοντας πιει πολύ λίγο αλκοόλ, το τραγούδι σαν να ανάβλυζε απευθείας από την ψυχή τους. Οι άνδρες ξεκινούσαν το τραγούδι και οι γυναίκες, που κάθονταν παραδίπλα, επαναλάμβαναν το στίχο. Το τραγούδι δεν συνοδευόταν από μουσικά όργανα, παρά μόνο από τους ήχους της τζαμάρας. Έχοντας μια πολύ πλούσια μουσική κληρονομιά, οι Σαρακατσάνοι αντιδρούσαν άμεσα στα γεγονότα της εποχής τους. Έτσι, υπάρχουν τραγούδια που αναφέρονται στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα του 1821, αλλά και στον Ρώσο – τουρκικό πόλεμο του 1878 και συγκεκριμένα στην πολιορκία της πόλης Πλέβεν. Είναι πολύ εύστοχη η έκφρασή μας που λέει πως όταν τραγουδάμε κλαίμε, και όταν κλαίμε τραγουδάμε. Είναι πραγματικά συγκλονιστική η εμπειρία του να παρακολουθήσει κανείς μια σαρακατσάνικη κηδεία, και ειδικά όταν κηδεύεται κάποιος νέος άνθρωπος. Το μοιρολόι, που είναι και αυτό τραγούδι, λέγεται με τόσο πόνο και είναι τέτοιος ο θρήνος που μπορεί να συγκινήσει και τον πιο σκληρό άνθρωπο. Υπάρχει μια αίσθηση αρχαίας τραγωδίας όπως σε εκείνες του Σοφοκλή. Ο πόνος για το χαμένο παιδί δεν χάνεται ποτέ και ακολουθεί τη δύστυχη μητέρα έως το τέλος της ζωής της. Στο παρελθόν οι Σαρακατσάνοι κήδευαν τους νεκρούς τους μόνο σε ορισμένα μέρη στην πλησιέστερη πόλη ή χωριό, κάτι που δεν είναι νομαδικό έθιμο.
Σήμερα, οι Σαρακατσάνοι ζούμε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον και προσπαθούμε να είμαστε αντάξιοι κληρονόμοι των προγόνων μας, προσφέροντας τη δική μας συμβολή στον πολιτισμό του τόπου που ζούμε και της Πατρίδας μας γενικότερα.
ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ ΣΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΤΟΥ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ
Οι Σαρακατσαναίοι είχαν έντονα αναπτυγμένο το θρησκευτικό συναίσθημα.Επειδή όμως ήταν νομάδες (μετακινούνταν συνέχεια) και λόγω της φύσεως της εργασίας τους, σαν κτηνοτρόφοι, δυσκολεύονταν να βρουν χρόνο να πάνε στην εκκλησία. Πρέπει δε να καταλάβουμε ότι κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς ,βρίσκονταν στα «Χειμαδιά» και δεν είχε τελειώσει ακόμα ο «γέννος», το γέννημα των προβάτων.Παρ’ όλα αυτά τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά κοινωνούσαν σχεδόν όλοι, πηγαίνοντας με πρόγραμμα που καθόριζε ο τσέλιγκας στην πλησιέστερη εκκλησία, αφού όλοι απαραίτητα είχαν νηστέψει.
Οι Σαρακατσαναίοι είχαν έντονα αναπτυγμένο το θρησκευτικό συναίσθημα.Επειδή όμως ήταν νομάδες (μετακινούνταν συνέχεια) και λόγω της φύσεως της εργασίας τους, σαν κτηνοτρόφοι, δυσκολεύονταν να βρουν χρόνο να πάνε στην εκκλησία. Πρέπει δε να καταλάβουμε ότι κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς ,βρίσκονταν στα «Χειμαδιά» και δεν είχε τελειώσει ακόμα ο «γέννος», το γέννημα των προβάτων.Παρ’ όλα αυτά τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά κοινωνούσαν σχεδόν όλοι, πηγαίνοντας με πρόγραμμα που καθόριζε ο τσέλιγκας στην πλησιέστερη εκκλησία, αφού όλοι απαραίτητα είχαν νηστέψει.