ΓΙΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ
ΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΠΡΩΗΝ ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΑΣ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ
ΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΠΡΩΗΝ ΔΗΜΟΥ ΜΕΛΙΒΟΙΑΣ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ
ΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΔΗΜΟΥ ΛΑΚΕΡΕΙΑΣ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ
ΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ [ΠΡΩΗΝ ΔΗΜΟΥ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ
ΤΑ ΑΣΚΗΤΑΡΙΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΤΩΝ ΚΕΛΙΩΝ 01/07/2015 · by pneumatikocentro ΤΑ ΑΣΚΗΤΑΡΙΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΤΩΝ ΚΕΛΛΙΩΝ Αρχιμ. Νεκταρίου Γ. Δρόσου – Δρος Βυζαντινής Ιστορίας Ασκηταριά Αγίων Αναργύρων Αγιάς[1] Βρίσκονται 10 χλμ. Περίπου ανατολικά από την Αγιά, κοντά στον παλαιό δρόμο που οδηγεί από την Αγιά στον Αγιόκαμπο, απέναντι από την ομώνυμη μονή των Αγίων Αναργύρων[2]. Το μοναστήρι είναι κτισμένο δίπλα σε ένα ρυάκι με πανύψηλα πλατάνια στο χαμηλό ξέφωτο μιας στενής χαράδρας και στους απότομους βράχους που βρίσκονται στα ανατολικά του είναι σκαρφαλωμένα τα ασκηταριά. Πρόκειται για δύο ναΰδρια – το κυρίως ασκηταριό και ένα μικρό θολωτό ναΐσκο – καθώς και για τα ησυχαστήρια που βρίσκονται στα φυσικά κοιλώματα των γύρω βράχων. α. Το κυρίως ασκηταριό. Μια υποτυπώδης κλίμακα – αλλού κτιστή και αλλού λαξεμένη στο βράχο – ξεκινά από την όχθη του ρυακιού[3] και ανεβαίνοντας σχεδόν κατακόρυφα, οδηγεί σε μια εξέδρα του βράχου, που στα ανατολικά της ανοίγεται μια αρκετά ευρύχωρη αίθουσα σπηλαίου. Στo βορειοδυτικό τμήμα της αίθουσας αυτής, το οποίο έχει και το μεγαλύτερο ύψος είναι κτισμένο το ασκηταριό ενώ το υπόλοιπο χρησίμευε ως οστεοφυλάκιο. Το ασκηταριό αποτελείται από τρία συνεχόμενα μονοθάλαμα ναΰδρια (Σχεδ. 24) και ανήκει στην Τρίτη κατηγορία, δηλαδή τα ίδια τα τοιχώματα του βράχου και κατακόρυφοι κτιστοί τοίχοι διαμορφώνουν μέσα στο σπήλαιο το κτίσμα. Ένας τοίχος, ο οποίος βρίσκεται λίγο πίσω από το άνοιγμα του σπηλαίου, έτσι ώστε να εξοικονομείται αρκετός υπαίθριος χώρος μπροστά από το ασκηταριό, φράσσει σχεδόν ολόκληρη την είσοδό του και αποτελεί τον κοινό δυτικό τοίχο των ναϋδρίων (Πιν. 58 α). Ο τοίχος αυτός έχει τρεις εισόδους – μία για κάθε ναΐσκο – και στα πλάγια της κεντρικής φέρει δύο τυφλά αψιδώματα, που ζωογονούν τη μόνη ορατή –τη δυτική – όψη του κτίσματος. Στα τυφλά αυτά αψιδώματα και στις υπόλοιπες εξωτερικές επιφάνειες διατηρούνται τμήματα τοιχογραφιών, που δείχνουν ότι τα ναΰδρια είχαν εξωτερική τοιχογράφηση. Κάθε μια από τις τρεις εισόδους οδηγεί σε ένα στενόμακρο ναΰδριο το οποίο ανατολικά απολήγει σε ημικυκλική κόγχη. Οι διαστάσεις τους είναι: 2,20 Χ 3,90 μ. του βόρειου, 3,60 Χ 5,20 μ. του κεντρικού και 2,00 Χ 6,20 μ. του νότιου. Η κάτοψη στο κάθε ένα έχει σχήμα ορθογώνιο αρκετά ακανόνιστο. Η οροφή και των τριών, καθώς και η βόρεια πλευρά του βόρειου παρεκκλησίου, είναι ο ίδιος ο φυσικός βράχος ενώ οι υπόλοιποι τοίχοι είναι κτιστοί. Το κεντρικό φέρει στη δυτική πλευρά του βόρειου και νότιου τοίχου από ένα τοξωτό άνοιγμα, για να εξασφαλίζεται η επικοινωνία μεταξύ των τριών χώρων (Πιν. 58 β). Η τοιχοδομία του κοινού δυτικού τοίχου είναι πλινθοπερίκλειστη σε πολύ ελεύθερη απόδοση. Χρησιμοποιούνται πωρόλιθοι και αδρά δουλεμένοι λίθοι. Οι διαχωριστικές πλίνθοι έχουν πάχος 0,035 ως 0,04 μ. Αντίθετα, οι υπόλοιποι τοίχοι, οι οποίοι βρίσκονται μέσα στο σπήλαιο, έχουν πιο αμελή κατασκευή και κατά το μεγαλύτερό τους τμήμα είναι κτισμένοι με αργολιθοδομή. Οι τεχνίτες δηλαδή, ενώ πρόσεξαν τη δυτική όψη που φαίνεται από έξω – τοιχοδομία, πλαστική διάρθρωση με αψιδώματα και εναλλαγή πλήρους και κενού με τοξωτά ανοίγματα – , στους εσωτερικούς τοίχους δεν έδειξαν ιδιαίτερο ζήλο, γιατί προφανώς είχαν προγραμματίσει την άμεση τοιχογράφηση. Πράγματι, εκτός από τις μεταγενέστερες εξωτερικές τοιχογραφίες, στο εσωτερικό τους και οι τρεις ναΐσκοι διατηρούν πολύ ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες που χρονολογούνται από τα τέλη του 12ου και το 13ο αιώνα ως το 16ο αιώνα και δηλώνουν ότι από το 12ο αιώνα τα ναΰδρια ήταν σε χρήση (Πιν. 59 α-β). β. Το θολωτό ναΰδριο. Βρίσκεται κάπως υψηλότερα και νοτιότερα από το κυρίως ασκηταριό. Είναι κτισμένο ως ανεξάρτητος ναΐσκος μέσα σε φυσική κοιλότητα (Πιν. 60 α) και μόνο ο βόρειος και ανατολικός κάθετος τοίχος εφάπτονται στο βράχο (β΄ κατηγορία). Το ασκηταριό αποτελείται από δύο τμήματα (Σχεδ. 25). Ο πρώτος χώρος στην κάτοψη έχει σχήμα ορθογώνιο ακανόνιστο, με πλάτος 1,80 και μήκος 2,58 μ. στη βόρεια πλευρά και 2,70 μ. στη νότια. Στην ανωδομή σχηματίζονται τέσσερα ρηχά τόξα που ανακρατούν το χαμηλό θόλο και δίνουν στο κτίσμα τη μορφή συνεπτυγμένου σταυρικού ναού. Δυτικά φέρει τοξωτή είσοδο και ανατολικά απολήγει σε μικρή κόγχη που διαμορφώνεται μέσα στο πάχος του τοίχου. Το δεύτερο τμήμα είναι ένας στενόμακρος καμαροσκέπαστος χώρος που προσκολλάται στη βόρεια πλευρά και χρησίμευε για ταφές. Το μήκος του είναι 1,85 μ., το πλάτος του κυμαίνεται από 0,56 ως 0,70 μ. και στο δάπεδό του φέρει σκάμμα με βάθος 0,40 μ. περίπου[4]. Η τοιχοδομία σε ολόκληρο το κτίσμα είναι από αργολιθοδομή εκτός από τα τόξα και το θόλο, όπου χρησιμοποιούνται πλακοειδείς λίθοι και πωρόλιθοι. Εξωτερικά η δυτική όψη είναι καλοκτισμένη (Πιν. 60 β), ενώ η νότια πλευρά και η στέγη είναι αδιαμόρφωτες. Στο εσωτερικό υπήρχαν τοιχογραφίες, αλλά σήμερα σώζονται μόνο ελάχιστα ίχνη. γ. Ησυχαστήρια. Είναι μικρές φυσικές κοιλότητες που βρίσκονται στους γύρω βράχους και αποτελούν τα ησυχαστήρια των αναχωρητών. Σε δύο μάλιστα περιπτώσεις οι κοιλότητες αυτές έχουν στην είσοδό τους τοιχία από αργολιθοδομή, που τεκμηριώνουν τη χρήση τους. Το Ασκηταριό της Αναλήψεως – Αετολόφου Πάνω από το χωριό, νοτιοδυτικά στην πλαγιά του λόφου «Αετός», ένα μικρό φυσικό σπήλαιο κατοικήθηκε ως ασκητήριο μοναχών. Εσωτερικά το κοίλωμα του βράχου δεν έχει μετατραπεί. Κτίστηκε, όμως, στην είσοδό του τοίχος και αφέθηκε μία μικρή είσοδος. Στη θέση της επιχρισμένης κόγχης λίγα ίχνη μαρτυρούν την ύπαρξη τοιχογραφιών σε δύο στρώματα. Το αρχικό, πρέπει να ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια (9ος αι. – 1204). Κατά περιγραφή του κ. Ν. Νικονάνου, το ασκηταριό είναι «ένα χαμηλό μακρόστενο σπήλαιο, με ανώμαλες πλευρές, που προχωρεί 3,35 μ. μέσα στο βράχο. Το μεγαλύτερο πλάτος του, στο μέσο περίπου του μήκους του είναι 1,22 μ. και το ύψος του 2 μ. περίπου. Το άνοιγμά του είναι 1,40 μ. και φράσσεται με τοίχο που φέρει στο μέσο την είσοδο. Το εσωτερικό του αποτελείται από το φυσικό βράχο, εκτός από ένα τμήμα του στην ανατολική πλευρά, με επιχρισμένα τοιχώματα όπου υπάρχει η παράσταση της Δέησης».
Ασκηταριό Αγίας Παρασκευής Ομολίου. Ο ναός της Αγίας Παρασκευής, έξω από το Ομόλιο[5], είναι κτισμένος σε φυσικό κοίλωμα ενός κατακόρυφου βράχου. Τα μοναστηριακά ίσως κτίσματα που τον περιέβαλαν καταστράφηκαν πρόσφατα. Ο ναός, ο οποίος διατηρείται σε χαμηλά ερείπια, ήταν μονόχωρος δρομικός, με εξωτερικές διαστάσεις (4,15Χ8,50 περίπου μέτρα), και μάλλον τρίπλευρη κόγχη ιερού. Τα διατηρού-μενα σήμερα τμήματα των τοίχων του είναι κτισμένα από αργούς λίθους και τεμάχια πλίνθων. Έτσι, μία έστω και σχετικά ακριβής χρονολόγηση του μνημείου με βάση τα διαθέσιμα σήμερα στοιχεία, είναι πολύ δύσκολη. Καθώς η προτεινόμενη από τον Ν. Νικονάνο χρονολόγηση στην εποχή των Παλαιο-λόγων, – με βάση τη μορφή της ελεύθερης πλινθοπερίκλειστης τοιχοποιίας που αναφέρει ότι είδε και όστρακα που εντόπισε[6]-, δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί, δεν μπορεί προς το παρόν να αποκλεισθεί η πιθανότητα το μνημείο να είναι ακόμη παλαιότερο. Όσον αφορά τη χρήση του ναού, ο Ν. Νικονάνος θεωρεί ότι αυτός, πιθανώς, αποτελούσε το «κυριακό» ομάδας ασκητηρίων που βρίσκονταν στις χαράδρες της περιοχής[7].
Ασκητήριο του Αγίου Παντελεήμονος – Μελιβοίας. «Ευρίσκεται πλησίον του χωριού Σωτηρίτσα Μελίβοιας[8]. Το ασκητήριο διαμορφώνεται εντός φυσικού κοιλώματος του βράχου, το οποίο φράσσεται έμπροσθεν δι’ ενός τοίχου εξ αργολιθοδομής. Περί το μέσον του τοίχου τούτου ανοίγεται η είσοδος, δεξιά παράθυρο και άνωθεν φωτιστικό άνοιγμα σχήματος ρόμβου. Το ασκητήριο αποτελείται εκ μιας μικράς αιθούσης, εις ην εισέρχεται τις εκ της εισόδου και εκ του Ιερού. Το τέμπλον είναι κτιστόν και αι κόγχαι του Ιερού ανοίγονται εις το πάχος του ανατολικού τοίχου. Στον ανατολικό τοίχο και το τέμπλο διασώζονται ημιεξίτηλοι τοιχογραφίες του 17ου αιώνος[9]».
Ασκητήριο Αγίου Δαμιανού – Ανατολής. Το ασκητήριο του Αγίου Δαμιανού στη Σελίτσανη (Ανατολή) της Αγιάς[10]χρονολογείται στο β΄ ήμισυ του 16ου αι. και αφορά ένα άγνωστο εκκλησια-στικό – αρχαιολογικό χώρο. Με το υπό εξέταση μνημείο συνδέομαι προσωπικά. Τέσσερα χρόνια κοινοβιακής ζωής στο μοναστήρι του Αγίου και κάποιες διανυκτερεύσεις στο ασκητήριό του, είναι μάλλον υπαρξιακή μετοχή στον προβληματισμό της σχέσεως του Αγίου Δαμιανού με τούτο το ασκητικό σπήλαιο. Ο χώρος του σπηλαίου, καθώς και η ευρύτερη περιοχή της Σελίτσανης αποτελούν συνέχεια του αρχαίου μοναστικού κέντρου, καλουμένου Όρος των Κελλίων. Στο Όρος των Κελλίων, με βάση τις πηγές, αναπτύχθηκε ο μοναχισμός από τον 9ο μέχρι και τον 13ο αιώνα. Οι ανατολικές υπώρειες της Όσσας, από την Καρίτσα ως το Μαυροβούνι, βρίθουν βυζαντινών μονών, κελλίων και ασκητηρίων: «Τό δέ ὅρος πολλοῖς καί καλίστοις τοῖς σεμνείοις ἐνευθυνούμενον». Το υπό εξέταση σπήλαιο ή ασκητήριο βρίσκεται σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Ανατολής – Σελίτσανης, στη θέση «Δογαντζή»[11]. Από την Ιερά Μονή, με κατεύθυνση προς τα δυτικά (προς Τσιγγενέ), υπάρχει στη βάση (ρίζα) τεραστίου βράχου και διαμορφώνεται εντός φυσικού κοιλώματος το ασκητήριο. Τούτο φράσσεται από κάθε πλευρά με τοίχους από αργολιθοδομή. Είσοδος μικρή με ξύλινη θύρα (0,80 Χ 1,30 μ.), υπάρχει στη νότια πλευρά. Ο εσωτερικός χώρος απαρτίζεται από μικρό κελί και μικρότατο ναΐσκο. Το ναΐδριο, εσωτερικών διαστάσεων (2,15 Χ 1,69 μ.), έχει κτισμένη ανατολικά κόγχη Αγίας Τραπέζης με μικρότατο τζαμωτό παράθυρο στο κέντρο προς φωτισμό (0,65 εκατ. βάθος Αγίας Τραπέζης). Βόρεια, στο σημείο απολήξεως του βράχου, αρχίζει ο τοίχος και σχηματίζεται μία τετράγωνη κτιστή κόγχη προθέσεως (0,40 Χ 0,70 μ.). Ο ναΐσκος έχει ύψος 2,30 μ. Το κελί και ο ναός χωρίζονται από εσωτερικό μεσότοιχο πάχους 0,40 εκατοστών, χωρίς πόρτα. Υπάρχει ένα παράθυρο στο κελί, και στην εκ σχιστολίθων σκεπή υψώνεται καπνοδόχος και σφυρήλατος σταυρός. Εσωτερικώς, η σκεπή του ναΐσκου σχηματίζεται εκ του φυσικού κοιλώματος του βράχου και απολήγει στον τοίχο. Το κελί, όμως, σχηματίζεται εν μέρει από το φυσικό κοίλωμα και εν μέρει από ξύλινα δοκάρια και απέλλες (ύψος 2,40 μ.). Ο περιβάλλων χώρος, προς την ανατολή, είναι θαμνώδης και επικλινής προς τη χαράδρα, η οποία χωρίζει το βράχο από την απέναντι δασώδη βουνοπλαγιά του μοναστηριού. Από τη θέση στην οποία βρίσκεται το ασκητή-ριο φαίνεται ευκρινώς το μοναστήρι και αντιστρόφως. Ο ήλιος φωτίζει και θερμαίνει το απαρηγόρητο ασκητήριο μέχρι τις 11:30 π.μ. ανάλογα την εποχή. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ότι στην Ι.Μ. Φιλοθέου του Αγίου Όρους, διασώζεται ο χώρος του ασκητηρίου του οσίου Δομετίου, μαζί με τον οποίο συνασκήτευσε για τρία χρόνια ο όσιος Δαμιανός. Βρίσκεται βορειο-δυτικά, σε απόσταση 500 περίπου μέτρων από τη Μονή, είναι κτίσμα του 1500 περίπου, και η θέση του μαρτυρεί μεγάλη ομοιότητα με το εξεταζόμενο ασκητήριο της Σελίτσανης. Η θέα, η μορφολογία του εδάφους, το νερό του χειμάρρου, καθώς και οι διαστάσεις του χώρου είναι ως μια αντιγραφή και απομίμηση γνωστού κτίσματος σε όμοιο χώρο. Εντύπωση, η οποία αμέσως δημιουργείται, σε εκείνον που θα θελήσει να επισκεφθεί τα δύο ασκητήρια. Σήμερα στο χώρο αυτό υπάρχει ναΐσκος του 1740. «Οὗτος ὁ ναός τῆς Θεοτόκου ὠκοδομήθη τό ἔτος ΑΨΜ». Ο ναός, όπως φαίνεται, είναι προέκταση στο κελί του οσίου Δομετίου, το οποίο και σήμερα υπάρχει εντός του κοιλώματος του βράχου. Συγκριτικά, συμπεραίνομε ότι το σπήλαιο – ασκητήριο της Σελίτσανης είναι έργο του οσίου Δαμιανού, διότι υπάρχει 100% γεωμορφολογική ομοιότητα με το ασκητήριο του οσίου Δομετίου της Ι.Μ. Φιλοθέου Αγίου Όρους, στο οποίο ο Άγιος ασκήτευσε επί τρία έτη[12]. Πιστεύουμε ότι ο άγιος, δημιουργούσε, όπου βρισκόταν, χώρους ασκή-σεως. Στα μέρη της Καρδίτσας λ.χ. την Ι.Μ. Πελεκητής, ούτως ώστε οι αγιογράφοι να τον εικονίζουν ως κτίτορα αυτής. Η παράδοση, επίσης, και η εικονογραφία θέλουν τον άγιο Δαμιανό να έχει άμεση σχέση με την Όσσα (Κίσσαβο). Το υψόμετρο, ως μέσο αποφυγής των διωκόντων Τούρκων και το κοινόβιο, σε συνδυασμό με το ευλογημένο ασκητήριο, πρέπει να ανέπαυαν τη ψυχή του αγίου, ο οποίος, τελικώς, ως μάρτυρας «τή προαιρέσει» αξιώθηκε μετά ταύτα και του «δί’ αἵματος μαρτυρίου».
[1] Νικ. Νικονάνος, Βυζαντινοί Ναοί της Θεσσαλίας, από το 10ο αιώνα – 1393, Αθήναι, 1979, σ. 125-128. Ο ίδιος, ΑΔ 26 (1971):Χρονικά, σ. 308 και ΑΔ 27 (1972):Χρονικά, σ. 422. Πρβλ. J. Koder – F. Hild, Hellas und Thessalia, σ. 122. [2] ΑΔ 26 (1971):Χρονικά, σ. 308. [3] Για την προτίμηση των ασκητών να κατοικούν σε σπήλαια που βρίσκονται κοντά σε ρυάκι πρβλ. Π. Βοκοτόπουλος, Λάτρος, ΕΕΒΣ ΛΕ΄ (1967), σ. 99. Το νερό, τα δένδρα και η θέα, τα οποία υπάρχουν στα ασκηταριά των Αγίων Αναργύρων, είναι τρία στοιχεία που βαραίνουν πολύ στην επιλογή της θέσης μιας μονής ή ενός ναού. Εξάλλου, εκτός από το γεγονός ότι τα περισσότερα μνημεία βρίσκονται στα ωραιότερα μέρη της Ελλάδος με νερό, δένδρα και θέα, και κείμενα μας μιλούν για την προτίμηση των Βυζαντινών να κτίζουν τις εκκλησίες τους και τα μοναστήρια σε τέτοιες θέσεις. Βλ. Επιστολαί Μ. Βασιλείου, τ. Ι, Paris, 1957, σ. 42 κ.έ. (έκδ. Yves Courtonne). Βίος Θεοδώρου Στουδίτου, PG 99, στ. 121. Πρβλ. και Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Σημάδια του τόπου ή η λογική του ελληνικού τοπίου, Χρονικό ’74, Έκδοση του καλλ. και πνευμ. κέντρου «ΩΡΑ», Αθήναι, Σεπτ. ’73 – Αυγ.’74, σ. 16 κ.ε., όπου επισημαίνεται ότι τα στοιχεία αυτά – νερό, δένδρα και θέα – αποτελούν χαρακτηριστικά των ιερών τόπων. [4] Είναι πολύ πιθανό το κτίσμα αυτό με το ναϋδριο και τον ταφικό χώρο να κτίστηκε μετά το θάνατο του ασκητή, που ζούσε σε αυτή τη φυσική κοιλότητα του βράχου. Ανάλογο παράδειγμα υπάρχει και στο ασκηταριό του Αγίου Θεοδώρου στα Σέρβια. Πρβλ. Α. Ξυγγόπουλος, Μνημεία Σερβίων, σελ. 114. [5] Ν. Νικονάνος, Έρευνες ΑΘΜ 3 (1974) 49-50. Ν. Νικονάνος, Βυζαντινά και Μεσαιωνικά, ΑΔ 27 (1972) Β2 Χρονικά 426. Ν. Νικονάνος, Ναοί, 129-131. Πρβλ. J. Koder – F. Hild, Hellas und Thessalia, 82. [6] Ν. Νικονάνος, Έρευνες στην επαρχία Αγιάς, ΑΘΜ 2 (1973) 50. [7] Ν. Νικονάνος, Βυζαντινοί Ναοί, 131. Πρβλ. Ν. Νικονάνος, Ασκηταριά του Κισσάβου, 16. [8] Ν. Νικονάνος, Βυζαντινά και Μεσαιωνικά, ΑΔ 26 (1971) Β2 Χρονικά, 307-308. [9] Εικάζεται ότι οι ασκητές του Όρους των Κελλίων, που εγκαταβίωναν στο ασκηταριό, ίδρυσαν στα υστεροβυζαντινά χρόνια την Ι.Μ. Αγ. Παντελεήμονος Αγιάς. [10] Αρχιμ. Ν. Δρόσος, Το ασκηταριό του Αγίου Δαμιανού, Πρακτικά Α΄ Αρχαιολογικού Ιστορικού Συνεδρίου της Αγιάς Λαρίσης (Αγιά Λάρισας, 3/4 Απριλίου 1993), Αγιά Λάρισας 2002, 57-66. [11] Δ. Γερορρίζος, Ιστορία Ανατολής, 58. [12] Την εποχή κατά την οποία εγκαταστάθηκαν και διέμεναν κοινοβιακώς οργανωμένοι αγιορείτες μοναχοί (Αύγουστος 1981), η πρόσβαση προς το ασκητήριο ήταν αδύνατη. Όταν διά μέσου του δάσους, έφθασαν οι μοναχοί στο σπήλαιο, διαπίστωσαν τα εξής: – Η στέγη είχε καταπέσει κατά το ήμισυ. –Η κόγχη, στο ύψος του παραθύρου, είχε καταρρεύσει. –Η ξύλινη θύρα της εισόδου είχε σαπίσει και το εσωτερικό ήταν πλήρες χωμάτων και υπολειμμάτων ζωοτροφών. Το Φεβρουάριο του 1983 (έως το 1984), οι μοναχοί, κατασκεύασαν μονοπάτι και κλιμακοστάσιο προς το ασκητήριο, επισκεύασαν τη κόγχη του ναΐσκου, το δάπεδο και τη στέγη. Κατόπιν επιχρίσεως σοβά ο ναΐσκος στη μεγαλύτερη επιφάνειά του και η μία όψη του μεσότοιχου αγιογραφηθήκαν. Τότε, και για πρώτη φορά μετά από αιώνες, τελέσθηκε η Θεία Λειτουργία στο ναΐσκο του σπηλαίου.
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Το Παλιομονάστηρο του Κόκκινου Νερού
«ξαναζωντάνεψε» μετά από εκατοντάδες χρόνια
Με παράκληση στη Θεοτόκο από τον αρχιμανδρίτη Νεκτάριο Δρόσο
Του Νίκου Γουργιώτη) Για πρώτη φορά, μετά προφανώς από εκατοντάδες χρόνια, εκκλησιαστικοί ύμνοι ακούστηκαν ξανά, το απόγευμα της Τετάρτης 7 Αυγούστου, στο ερειπωμένο Παλιομονάστηρο του Κόκκινου Νερού. Ο
αρχιερατικός επίτροπος της Περιφέρειας Αγιάς αρχιμανδρίτης π. Νεκτάριος Δρόσος,
με τη σύμφωνη γνώμη και βοήθεια της 7ης Εφορείας Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων, τέλεσε παράκληση προς τη Θεοτόκο στον ιερό αυτόν χώρο.
Χώρος, όπου κάποτε δέσποζε ένας εντυπωσιακός ναός του 12ου αιώνα, ένα από τα
καλύτερα αρχιτεκτονήματα του Όρους των Κελλίων, όπως χαρακτηριστικά τόνισε
η αρχαιολόγος κ. Σταυρούλα Σδρόλια σε μία σύντομη περιγραφή προς τους παρευρισκόμενους που ακολούθησε της παρακλήσεως. Ο ναός, ο οποίος αποκαλύφθηκε με ανασκαφική έρευνα της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων πριν είκοσι χρόνια, βρίσκεται στη θέση «Μητσιάρες», δίπλα στο ρέμα της «Καλυψώς». Πρόκειται για μεγάλο βυζαντινό ναό, που ανήκε στον πιο ολοκληρωμένο και πιο πολύπλοκο τύπο της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, αυτόν του σταυροειδούς εγγεγραμμένου. Το ιερό σώζεται σε ύψος και διατηρεί τη χαρακτηριστική βυζαντινή δόμηση «της κρυμμένης πλίνθου», ενώ
στο νάρθηκα υπήρχαν κτιστοί τάφοι, προφανώς επώνυμων ιερωμένων. Γύρω από το ναό σώζονται ερείπια κτισμάτων, που δείχνουν ότι στο χώρο λειτούργησε βυζαντινή μονή. Κατά την ανασκαφή έχουν βρεθεί σημαντικά μαρμάρινα
ανάγλυφα, τμήματα από τις κολώνες και πολύ όμορφα πολύχρωμα γυαλιά που στόλιζαν τα παράθυρα. Το δάπεδο έχει διαπιστωθεί πως ήταν στρωμένο με ωραία μάρμαρα και πως στον ναό υπήρχαν τοιχογραφίες. Στην ιστορική αυτή παράκληση συμμετείχαν αρκετοί πιστοί, όπως και επίσης, μεταξύ άλλων, ο αρχαιολόγος Γιώργος Τουφεξής, ο ιστορικός – φιλόλογος Οδυσσέας Τσιντζιράκος, και οι δημοτικοί σύμβουλοι Αγιάς Χριστίνα Γιαννουλέα και Νικόλαος Αργύρης.
*δημοσιευμένο και στην εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ" από τον ίδιο συντάκτηhttp://www.eleftheria.gr/index.asp?cat=42&aid=56336
αρχιερατικός επίτροπος της Περιφέρειας Αγιάς αρχιμανδρίτης π. Νεκτάριος Δρόσος,
με τη σύμφωνη γνώμη και βοήθεια της 7ης Εφορείας Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων, τέλεσε παράκληση προς τη Θεοτόκο στον ιερό αυτόν χώρο.
Χώρος, όπου κάποτε δέσποζε ένας εντυπωσιακός ναός του 12ου αιώνα, ένα από τα
καλύτερα αρχιτεκτονήματα του Όρους των Κελλίων, όπως χαρακτηριστικά τόνισε
η αρχαιολόγος κ. Σταυρούλα Σδρόλια σε μία σύντομη περιγραφή προς τους παρευρισκόμενους που ακολούθησε της παρακλήσεως. Ο ναός, ο οποίος αποκαλύφθηκε με ανασκαφική έρευνα της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων πριν είκοσι χρόνια, βρίσκεται στη θέση «Μητσιάρες», δίπλα στο ρέμα της «Καλυψώς». Πρόκειται για μεγάλο βυζαντινό ναό, που ανήκε στον πιο ολοκληρωμένο και πιο πολύπλοκο τύπο της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, αυτόν του σταυροειδούς εγγεγραμμένου. Το ιερό σώζεται σε ύψος και διατηρεί τη χαρακτηριστική βυζαντινή δόμηση «της κρυμμένης πλίνθου», ενώ
στο νάρθηκα υπήρχαν κτιστοί τάφοι, προφανώς επώνυμων ιερωμένων. Γύρω από το ναό σώζονται ερείπια κτισμάτων, που δείχνουν ότι στο χώρο λειτούργησε βυζαντινή μονή. Κατά την ανασκαφή έχουν βρεθεί σημαντικά μαρμάρινα
ανάγλυφα, τμήματα από τις κολώνες και πολύ όμορφα πολύχρωμα γυαλιά που στόλιζαν τα παράθυρα. Το δάπεδο έχει διαπιστωθεί πως ήταν στρωμένο με ωραία μάρμαρα και πως στον ναό υπήρχαν τοιχογραφίες. Στην ιστορική αυτή παράκληση συμμετείχαν αρκετοί πιστοί, όπως και επίσης, μεταξύ άλλων, ο αρχαιολόγος Γιώργος Τουφεξής, ο ιστορικός – φιλόλογος Οδυσσέας Τσιντζιράκος, και οι δημοτικοί σύμβουλοι Αγιάς Χριστίνα Γιαννουλέα και Νικόλαος Αργύρης.
*δημοσιευμένο και στην εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ" από τον ίδιο συντάκτηhttp://www.eleftheria.gr/index.asp?cat=42&aid=56336
Θεία λειτουργία στα ασκηταριά της Ιεράς Μονής Αγίων Αναργύρων Αγιάς
(Του Νίκου Γουργιώτη)
Από την Αρχιερατική Επιτροπή Περιφέρειας Αγιάς ανακοινώθηκε ότι το πρωί του Σαββάτου 10 Αυγούστου, από τις 7 ως τις 9:30, θα τελεσθεί θεία λειτουργία
από τον αρχιερατικό επίτροπο Αγιάς αρχιμανδρίτη π. Νεκτάριο
Δρόσο στα ασκηταριά της Ιεράς Μονής Αγίων Αναργύρων, που βρίσκονται στο
ενδιάμεσο σχεδόν του δρόμου Αγιάς – Αγιοκάμπου.
Από την Αρχιερατική Επιτροπή Περιφέρειας Αγιάς ανακοινώθηκε ότι το πρωί του Σαββάτου 10 Αυγούστου, από τις 7 ως τις 9:30, θα τελεσθεί θεία λειτουργία
από τον αρχιερατικό επίτροπο Αγιάς αρχιμανδρίτη π. Νεκτάριο
Δρόσο στα ασκηταριά της Ιεράς Μονής Αγίων Αναργύρων, που βρίσκονται στο
ενδιάμεσο σχεδόν του δρόμου Αγιάς – Αγιοκάμπου.
ο Όρος των Κελλίων
Σταύρος Μαμαλούκος
Σταυρούλα Σδρόλια
Εισαγωγή
Οι δημοσιεύσεις των τελευταίων ετών έχουν πλέον αποδείξει ότι το «Όρος των
Κελλίων» που αναφέρουν οι βυζαντινές πηγές στη Θεσσαλία ήταν ο Ανατολικός
Κίσσαβος. Στην περιοχή αυτή είχε δημιουργηθεί μια αξιόλογη μοναστική κοινότητα, η
οποία ήκμασε από τον 10ο ως τον 12ο αιώνα και άρχισε να παρακμάζει στις αρχές του
14ου αιώνα. Η σπουδαιότερη ιστορική αναφορά για το «Όρος των Κελλίων» βρίσκεται
στο βίο του ιδρυτή της μονής της Πάτμου Οσίου Χριστοδούλου (Υποτύπωσις Οσίου
Χριστοδούλου, 1091) και αναφέρεται στην προσπάθεια του Αλεξίου Κομνηνού για την
κοινοβιακή οργάνωση του μοναχισμού της περιοχής μέσω του Οσίου. Το ότι η
απόπειρα απέτυχε, καθώς οι όροι του Οσίου Χριστοδούλου δεν έγιναν αποδεκτοί από
τους Κελλιώτες, αποτελεί ένδειξη του πλήθους και της ισχύος των μοναχών την
εποχή αυτή.
Στην επόμενη περίοδο υπάρχουν ελάχιστες αναφορές για τα Κελλία και
φαίνεται ότι οι αναστατώσεις του 14ου αιώνα οδήγησαν στη ερήμωσή τους. Είναι
χαρακτηριστικό ότι στη γνωστή οθωμανική απογραφή του 1569/70 αναφέρονται 4
μοναστήρια στην περιοχή του Ανατολικού Κισσάβου, από τα οποία μόνον για ένα, τη
μονή Αγίου Δημητρίου στο Στόμιο, που ήταν το ισχυρότερο από αυτά, υπάρχουν
σαφείς ενδείξεις για το βυζαντινό παρελθόν του. Τα υπόλοιπα, η μονή Αγίου
Παντελεήμονος Αγιάς, η μονή Ταξιαρχών έξω από την Αγιά, καθώς και η μονή Αγίων
Αποστόλων κοντά στην Αγιά και τη Μελιβοία, φαίνεται ότι αποτελούν νέακαθιδρύματα, όπως τα αντίστοιχα του Μαυροβουνίου (Σκήτη, Πολυδένδρι) Την εποχήαυτή, παρατηρείται και εδώ, όπως σε όλη την Ελλάδα, το ανακαινιστικό φαινόμενοτου 16ου αιώνα και ιδρύονται νέες μονές, τόσο σε παλιές βυζαντινές θέσεις όσο και σε
νέες, όπου το επέβαλαν οι νέοι γεωγραφικοί συσχετισμοί της περιοχής. Έτσι η τύχητων Κελλίων παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες με εκείνη άλλων μοναστικώνκέντρων του Μεσαίωνα, μεταξύ των οποίων και το ίδιο το Άγιον Όρος, καθώς και εδώοι περισσότερες παλαιές μονές εγκαταλείπονται και ακολούθως εξαφανίζονται καιαυξάνεται η σημασία των λίγων που απομένουν.Οι έρευνες της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων τα τελευταία χρόνιαοδήγησαν στον εντοπισμό δεκάδων μονών και μονυδρίων, από τα οποία λίγα μόνονέχουν ερευνηθεί ανασκαφικά.
Η παρουσίαση των κυριότερων από αυτά γίνεται με γεωγραφική σειρά, από ταβόρεια προς τα νότια.
Τα ΜνημείαΟμόλιo (Λασποχώρι). Ασκητήριο Αγίας Παρασκευής
Το μνημείο είναι κτισμένο σε φυσικό κοίλωμα ενός κατακόρυφου βράχου που
υψώνεται στην έξοδο μιας βαθιάς χαράδρας του Κισσάβου, στις παρυφές της αρχαίας
πόλης του Ομολίου. Εμπρός από το κοίλωμα του βράχου υπήρχαν μοναστηριακά
κτίσματα με τοίχους από προσεγμένης κατασκευής λιθοδομή από αργούς λίθους καιοριζόντια τοποθετημένα πλινθία, που καταστράφηκαν σε μεγάλο ποσοστό ότανσχετικά πρόσφατα στη θέση αυτή διαμορφώθηκε με τη χρήση μηχανικού εκσκαφέαευρύ πλάτωμα. Ο ναός, ο οποίος διατηρείται σε χαμηλά ερείπια, ήταν μονόχωρος
δρομικός με εξωτερικές διαστάσεις 4.15 Χ 8.50 περίπου μ. και μάλλον τρίπλευρη κόγχηιερού. Τα διατηρούμενα σήμερα τμήματα των τοίχων του είναι κτισμένα από αργούς
λίθους και τεμάχια πλίνθων και δεν προσφέρονται για ακριβή χρονολόγηση. Καθώς η
προτεινόμενη από τον Ν.Νικονάνο χρονολόγηση στην εποχή των Παλαιολόγων με
βάση τη μορφή της ελεύθερης πλινθοπερίκλειστης τοιχοποιίας που αναφέρει ότι είδε
και όστρακα που εντόπισε, δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί, δεν μπορεί προς το
παρόν να αποκλεισθεί η πιθανότητα το μνημείο να είναι ακόμη παλαιότερο.
Όσον αφορά στη χρήση του ναού, ο Νικονάνος θεωρεί ότι αυτός πιθανώς
αποτελούσε το κυριακόν ομάδας ασκητηρίων που βρίσκονταν στις χαράδρες της
περιοχής. Ασκητές πρέπει πάντως να ήταν εγκατεστημένοι και στη διπλανή χαράδρα
που λέγεται Μέγας Λάκκος, σύμφωνα με τις παραδόσεις που διασώζονται ακόμη
στους κατοίκους των Αμπελακίων.Η γεωγραφική σημασία της ευρύτερης περιοχής είναι μεγάλη επειδή ελέγχει
τη διάβαση του Πηνειού (που γινόταν από τη γέφυρα του Πυργετού) και την
επικοινωνία της βόρειας Ελλάδας με τη Θεσσαλία. Στα βυζαντινά χρόνια υπήρχαν
τουλάχιστον δύο οικισμοί στην ευρύτερη περιοχή. Στη βόρεια έξοδο της χαράδρας
Μέγας Λάκκος εντοπίσθηκαν πρόσφατα τα λείψανα οικισμού, πιθανόν της πρώιμης
βυζαντινής περιόδου, σε κατάφυτο λόφο στη θέση Παλιοκκλήσι. Επίσης, 3 χλμ. νότια
του Ομολίου, στα δυτικά της οδού Ομολίου ‐ Στομίου, βρίσκονται σε δασωμένο λόφο
τα λείψανα του βυζαντινού οικισμού της Αμπελικής, ο οποίος φαίνεται ότι συνυπήρχε
2με τιςμονέςτουΌρουςτωνΚελλίων, αφούταευρήματα τονχρονολογούνστημεσοβυζαντινή
περίοδο. Επίτόπουδιακρίνονταιίχνητουοχυρωματικούπεριβόου καιπυκνάλείψανακτισμάτ
ων. Το2006αποκαλύφθηκετμήμαβυζαντινού ναού διαστάσεων 8 Χ 6 μ., με ημικυκλική κόγχη ιερού, καθώς και θραύσματα
αρχιτεκτονικών μελών με γλυπτό διάκοσμο του 11ου ή του 12ου αιώνα. Περιγραφές
παλαιότερων συγγραφέων καθιστούν πιθανή την απόδοση στο ναό αυτό της
επιτύμβιας επιγραφής του αρχιερέα Διονυσίου Καμψορύμη του 11ου αιώνα. Τέλος, σε
μικρή απόσταση ανατολικά της παραπάνω θέσης βρίσκονταν οι παλιές εκβολές του
Πηνειού, όπου και το λιμάνι της περιοχής, που έφερε στα νεώτερα χρόνια το όνομα
Φτέρη. Στην περιοχή των εκβολών, κοντά στο Στόμιο, πρέπει να τοποθετηθεί η
γνωστή από τις πηγές οχυρωμένη μονή του Αγίου Νικολάου Λυκοστομίου (14ος
αιώνας), μετόχι της μονής Αγίου Δημητρίου Μαρμαριανών.3Στόμιο (Τσάγεζι). Μονή Αγίου Δημητρίου (Εικ.1.2)
Η αφιερωμένη αρχικά στην Παναγία και αργότερα στον Άγιο Δημήτριο Μονή
του Κονομειού / Οικονομείου / Κομνηνείου, κοντά στο Στόμιο (Τσάγεζι) υπήρξε
αναμφισβήτητα για μακρότατο χρονικό διάστημα, ως τα μέσα του 19ου αιώνα, οπότεάρχισε να παρακμάζει για να διαλυθεί λίγο αργότερα, ένα από τα σημαντικότερα
ιερά καθιδρύματα του Όρους των Κελλίων.
Η αρχή της
παρακμής της Μονής
σήμανε και την έναρξη
της βαθμιαίας
καταστροφής του
εντυπωσιακού, όπως
φαίνεται, οικοδομικού
συγκροτήματός της, η
οποία είχε
ολοκληρωθεί γύρω στα
μέσα του 20ου αιώνα.
Λίγο αργότερα, στη
δεκαετία του 1960,
άρχισε, χωρίς,
δυστυχώς, σε καμία
περίπτωση να
προηγηθεί
αρχαιολογική έρευνα,
η οικοδόμηση στη θέση
των παλαιών
κτισμάτων των
μεγάλης κλίμακος και
σύγχρονης
κατασκευής σημερινών
κτηρίων, με
αποτέλεσμα την
κατα ι των
τότε κόμη
διατηρουμένων κάτω
από την επιφάνεια του εδάφους λειψάνων τους. Από τα παλαιά κτήρια του
μοναστηριακού συνόλου στις μέρες μας έφθασαν σε ερειπιώδη κατάσταση μόνο το
Καθολικό, το οποίο πρόσφατα μελετήθηκε εκ νέου συστηματικά από τον καθηγητή Χ.
Μπούρα και τοποθετήθηκε ορθά στον 16ο αιώνα, τμήμα του περιβόλου, και
συγκεκριμένα ένα μέρος του δυτικού τείχους με την χρονολογημένη το 1492 πύλη και,
στα ανατολικά του συγκροτήματος και σε μικρή απόσταση από αυτό, ο αφιερωμένος
στη Θεία Υπαπαντή διώροφος κοιμητηριακός ναός της Μονής. Η πρόσφατη
ανασκαφική έρευνα, που διενεργήθηκε κατά τη διάρκεια της αναστήλωσης του
μνημείου, απεκάλυψε τα λείψανα ενός παλαιότερου ναού, προφανώς, του αρχικού
καθολικού του ιστορικού μοναστηριού, το οποίο μπορεί να χρονολογηθεί στον όψιμο
11ο ή στον πρώιμο 12ο αιώνα. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακών διαστάσεων
στροφή κα
α
4
τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό με σύγχρονο νάρθηκα, πιθανώς διώροφο,
και εξωνάρθηκα που είχε τη μορφή μιας ελαφριάς, ξυλόστεγης, κατά πάσα
πιθανότατα, κατασκευής, ίσως μιας στοάς. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε οι θρύλοι
που συνδέουν τη Μονή με τους Κομνηνούς ίσως να έχουν σπέρμα αλήθειας.
ης λιτής. Από
και
στικών
ικού
τ
τηθεί και ο αρχικός ναός.
Στόμιο (Τσάγεζι). Μονή Αγίων Αποστόλων
Σε μικρή απόσταση νοτιοδυτικά της Μονής του
Αγίου Δημητρίου βρίσκονται τα ερείπια της Μονής των
Αγίων Αποστόλων, τα οποία, εντοπίσθηκαν από τον Γ.
Σωτηρίου το 1928, αλλά παραμένουν ως τώρα
επιστημονικά αναξιοποίητα, καθώς ως πρόσφατα ήταν
απρόσιτα στους μελετητές εξ αιτίας της πυκνής
βλάστησης που καλύπτει την περιοχή. Τα ερείπια του
καθολικού της Μονής υψώνονται στο μέσον της αυλής
του πλήρως ερειπωμένου σήμερα οικοδομικού της
συγκροτήματος. Το καθολικό είναι ένας μετρίου
μεγέθους (7.50 Χ 9.50 περίπου μ.) ναός αθωνικού τύπου,
δηλαδή σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής
εγγεγραμμένος με πλάγιες κόγχες, στον οποίο έχουν
σε μεταγενέστερη εποχή προστεθεί ένας ευρύς
νάρθηκας (λιτή) με όροφο ο οποίος είχε ξύλινο πάτωμα
και μια στοά, η οποία περιέβαλλε τη λιτή τουλάχιστον
από τα δυτικά και τα βόρεια, καταλήγοντας σε ένα μονόχωρο δρομικό θολωτό
παρεκκλήσιο
προσκολλημένο στη βόρεια
πλευρά τ την
εξέταση των
μορφολογικών
κατασκευα
στοιχείων των
προσκτισμάτων του
καθολ προκύπτει ότι
αυτά χρονολογούνται
αναμφίβολα στην εποχή
της Τουρκοκρατίας, ίσως
στο 17ο αιώνα, εποχή σ ην
οποία θα πρέπει να
τοποθε
5
Καρίτσα. Ναός Αγίου Ιωάννου Προδρόμου
Βρίσκεται στα
βορειοδυτικά του
χωριού και σε
απόσταση 500
περίπου μ. από το
λιμάνι του Στομίου,
στη θέση Κεραμαριό.
Πρόκειται για μια
μικρή νεόκτιστη
εκκλησία, το
ανατολικό τμήμα
της ο είναι
υπόλειμμα ενός
παλαιού,
πιθανότατα
μονόχωρου, ομικού ξυλό τεγου αού Με βάση τις δια ηρούμενες τοιχ γρα ίες, οι
οποίες χρονολογούνται από επιγραφή στο 1720, η ανέγερση του παλαιού αυτού ναού
μπορεί να τοποθετηθεί χρονικά στο 18ο αιώνα. Η ύπαρξη ωστόσο, τμημάτων
βυζαντινής τοιχοδομίας που, σύμφωνα με τον Κ. Σπανό, διακρίνονταν στην κόγχη το
1977, οδηγούν στην υπόθεση ότι ο ναός του 18ου αιώνα είχε κτισθεί στη θέση
βυζαντινού, ενσωματώνοντας τμήματά του. Τα βυζαντινά αρχιτεκτονικά μέλη που
βρίσκονταν προ ετών έξω από το ναό προέρχονταν από τον αγρό Φώτη Κόκκινου, σε
παρακείμενη θέση προς τα νότια (τμήματα κιόνων, κιονόκρανο, αμφικιονίσκος,
επίθημα, θυρώματα), και έχουν μεταφερθεί στην αρχαιολογική συλλογή Αγιάς
(αρ.1287‐1298). Η υπόθεση για βυζαντινή φάση του ναού του Προδρόμου ενισχύεται
από τη βυζαντινή επίχωση που διακρίνεται στους παρακείμενους αγρούς (όπου
αφθονούν οι πλίνθοι, εξ’ ού και η ονομασία Κεραμαριό, και βρέθηκαν παλαιότερα
βυζαντινά νομίσματα). Πρόκειται ουσιαστικά για λείψανα βυζαντινού παραλιακού
οικισμού, ου βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου Παλιόκαστρο, όπου σώζ ται
τείχος της βυζαντινής περιόδου, κτισμένο επάνω σ
ποίας
δρ σ ν . τ ο φ
π ε
ε αρχαίο.
Καρίτσα. Ναός Παναγίας
Η εκκλησία είναι κτισμένη σε ένα
πλάτωμα δίπλα στη νέα οδό Στομίου –
Αγιόκαμπου, στα βορειοανατολικά του
οικισμού της Καρίτσας. Η ύπαρξη
κτισμάτων στα βόρεια του ναού και σε
απόσταση λίγων μέτρων από αυτόν,
οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στη θέση αυτή
υπήρχε μοναστήρι, καθολικό του οποίου
ήταν ο ναός της Παναγίας. Ο ναός, ο
οποίος στα νεώτερα χρόνια, αλλά και
εντελώς πρόσφατα, έχει υποστεί
εκτεταμένες καταστροφικές επεμβάσεις,
6
είναι ένας μετρίων διαστάσεων μονόχωρος δρομικός ξυλόστεγος ναός με την
τρίπλευρη εξωτερικά κόγχη του αγίου του βήματος έκκεντρα διατεταγμένη στην
ανατολική του όψη. Στα ανεπίχριστα κατώτερα τμήματα των τοίχων του ναού
διακρίνεται η τοιχοποιία του από ζώνες αργολιθοδομής και πλινθοδομής
κατασκευασμένης κατά το σύστημα της αποκεκρυμένης πλίνθου. Όπως φαίνεται από
τη διαφοροποίηση στο πάχος τους, τα ανώτερα τμήματα των τοίχων του κτηρίου
ανήκουν σε μεταγενέστερη οικοδομική φάση. Μεταγενέστερος είναι και ο νάρθηκας
του ναού, από τον οποίο σήμερα, μετά την πρόσφατη ανοικοδόμησή του, διατηρούνται
μόνο τα κατώτερα τμήματα του βόρειου και του νότιου τοίχου του. Η αναπαράσταση
του αρχικού ναού, ο οποίος από τα ελάχιστα διαθέσιμα στοιχεία μπορεί να
χρονολογηθεί στη μεσοβυζαντινή εποχή, δεν είναι προς το παρόν εύκολη. Πρόκειται,
πιθανώς, για τρίκλιτη βασιλική, της οποίας διατηρούνται το κεντρικό και το νότιο
κλίτος. Δεν μπορεί, ωστόσο, να αποκλεισθεί και η πιθανότητα αυτός να ήταν δίκλιτος.
Καρίτσα. Ανώνυμη Μονή στη θέση Μιτσιβιό
Στη θέση Μιτσιβιό της Καρίτσας, σε αγρό ιδιοκτησίας Χρήστου Οικονόμου
έχουν εντοπισθεί λείψανα μοναστηριού, το καθολικό του οποίου είχε τρίπλευρη
κόγχη ιερού, κτισμένη με αμελές πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής. Η θέση δεν έχει
ακόμη ερευνηθεί.
Καρίτσα. Ανώνυμη Μονή στη θέση Πηγάδι
Στα ανατολικά του οικισμού της Καρίτσας, στη θέση Πηγάδι, κατά τη διάρκεια
των έργων της διάνοιξης της νέας οδού Στομίου – Αγιόκαμπου, εντοπίσθηκαν και
ερευνήθηκαν συνοπτικά τα ερείπια ενός ακόμη βυζαντινού μοναστηριού. Πιο
συγκεκριμένα αποκαλύφθηκε το δυτικό τμήμα του καθολικού της Μονής και στα
δυτικά του τοίχος σε μήκος 11 μ. με κατεύθυνση βορρά – νότου, ο οποίος αποτελούσε
τμήμα του περιβόλου ή ήταν αναλημματικός. Άλλοι τοίχοι, κάθετα διατεταγμένοι σε
αυτόν, σχημάτιζαν
κατά μήκος του
διατεταγμένους
χώρους, μέσα στους
οποίους βρέθηκαν
στοιβαγμένες
βυζαντινές
κεραμίδες και
πλίνθοι. Το
καθολικό της
Μονής
διατηρούνταν εν
μέρει, καθώς το
ανατολικό του
τμήμα είχε
καταστραφεί κατά την ανέγερση παρακείμενης σύγχρονης οικοδομής. Πρόκειται για
ένα μάλλον μικρό (το πλάτος του ήταν περίπου 6 μ. ) μονόχωρο δρομικό ναό με
αρχικό νάρθηκα. Ο χώρος αυτός είχε εσωτερικές διαστάσεις 2.70 Χ 4.45 μ. και η
προσπέλασή του γινόταν με δύο φαρδιές (1.45 μ.) θύρες που ανοίγονταν στο δυτικό
7
και στο βόρειο τοίχο του. Το δάπεδό του ήταν από μαρμαρόπλακες. Οι ενισχυμένοι με
ξυλοδεσιές τοίχοι του ναού ήταν κτισμένοι με ένα αμελές πλινθοπερίκλειστο
σύστημα δομής, ενώ οι όψεις του ήταν διαρθρωμένες με μικρού σχετικά πλάτους
τυφλά αψιδώματα. Ο ναός διατηρείται σε κατάχωση, ενώ τα λείψανα περιβόλου
διαλύθηκαν, διότι συνέπιπταν με την πορεία της νέας οδού.
Κόκκινο Νερό. Ανώνυμη Μονή στη θέση Τσιλιγιώργη
Ο γνωστός στη βιβλιογραφία ως «τρίκογχος ναός στο ύψωμα Τσιλιγιώργη του
Κόκκινου Νερού» και το παρακείμενο ερειπωμένο θολωτό κτήριο που αναφέρεται ως
«πύργος» αποτελούν ενδεχομένως τα μόνα ορατά σήμερα υπολείμματα ενός ακόμη
μικρού βυζαντινού μοναστηριού, που ερευνήθηκαν σύντομα το 1972 από τον Ν.
Νικονάνο. Ο ναός ήταν μικρών διαστάσεων (6.35 Χ 7.30 μ.) μονόχωρος τρίκογχος με
τρίπλευρες εξωτερικά κόγχες. Οι τοίχοι του ήταν κτισμένοι από αργούς λίθους και
πλίνθους τοποθετημένες σε σειρές, ενώ η θολοδομία ήταν πλίνθινη. Ο ναός διέθετε
γλυπτό διάκοσμο και πολυτελές μαρμάρινο δάπεδο με ζωομορφικές παραστάσεις,
τμήματα των οποίων βρίσκονται στην Αρχαιολογική Συλλογή Αγιάς. Το μνημείο έχει
χρονολογηθεί στα τέλη του 12ου ή στις αρχές του 13ου αιώνα.
Ο «πύργος» βρίσκεται σε απόσταση 20 περίπου μ. στα βορειοανατολικά του
ναού. Πρόκειται για ένα ορθογωνικό σε κάτοψη κτήριο εξωτερικών διαστάσεων 4.70 Χ
5.10 μ. Οι τοίχοι του, πάχους περίπου 80εκ., είναι κτισμένοι με τοιχοποιία αρκετά
προσεγμένης κατασκευής από αργούς λίθους μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται
άτακτα πλίνθοι και πλινθία. Η κάλυψη του κτηρίου γινόταν με ημικυλινδρικό θόλο,
εν μέρει κατεστραμμένο ήδη το 1972. Στα δυτικά του «πύργου» σώζεται σε μικρό ύψος
ένας συνεχόμενος με αυτόν χώρος, με εξωτερικές διαστάσεις 3.50 Χ 4.70 μ.
8
Κόκκινο Νερό. Ανώνυμη Μονή (;) στις ιδιοκτησίες Βόγια και Χύτα
Δυτικά των ιαματικών πηγών του Κόκκινου Νερού, σώζονται ερείπια
οικοδομικού συγκροτήματος, πιθανόν βυζαντινής μονής, τα οποία δεν έχουν
ερευνηθεί ανασκαφικά. Λείψανα μεγάλου τοίχου διακρίνονται μεταξύ των δύο
ιδιοκτησιών, που έχουν υψομετρική διαφορά μεταξύ τους, ανάμεσά τους τοίχος
κατασκευασμένος κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Βρέθηκαν αρχιτεκτονικά
γλυπτά που μεταφέρθηκαν στην Αρχαιολογική Συλλογή Αγιάς (επίκρανα
παραστάδων αρ.495,496, αμφικιονίσκος και επίθημα παραθύρου αρ.493,494).
Κόκκινο Νερό. Ναός στην ιδιοκτησία Τσιοφλίκη
Σε μικρή απόσταση νότια της προηγούμενης θέσης, στο κτήμα Τσιοφλίκη,
σώζονταν ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980, οπότε ισοπεδώθηκαν κατά την
ανέγερση ιδιωτικής οικίας, ερείπια ναού, ο οποίος, κατά πληροφορίες, ήταν τρίκογχος.
Τμήματα μαρμάρινου στυλοβάτη τέμπλου έχουν μεταφερθεί στην Αγιά (αρ.301,302).
Κόκκινο Νερό. Ανώνυμη Μονή στη θέση Παλιομονάστηρο του οικισμού
Μητσιάρες
Τo 1992, κατά τις εργασίες ισοπέδωσης αγρού ιδιοκτησίας Θ. Ευσταθίου, στη
θέση «Παλιομονάστηρο», στον οικισμό Μητσιάρες του Κόκκιvου Νερού εντοπίσθηκαν
9
τα ερείπια ενός μεγάλου βυζαντινού μοναστηριού, που ερευνήθηκε ανασκαφικά από
την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Το καθολικό είναι ένας μετρίων
διαστάσεων (7,80 Χ 12,80 μ.) σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός
με σύγχρονο νάρθηκα. Στο κτήριο είχαν μεταγενέστερα προσκολληθεί ένας
εξωνάρθηκας στα δυτικά, δύο στοές κατά
μήκος της βόρειας και της νότιας πλευράς του
καθώς και άλλα προσκτίσματα στα
ανατολικά και στα νοτιοανατολικά του. Η
μεσαία κόγχη του ιερού του ναού ήταν
εξωτερικά τρίπλευρη, ενώ οι δύο πλάγιες
ημικυκλικές. Οι όψεις του μνημείου ήταν
πλήρως διαρθρωμένες με τυφλά αψιδώματα
με διπλή οχώρηση και οι εσωτερικές
επιφάνειες, αντίστοιχα, με αραστάδες. Οι ενισχυμένοι με
ξυλοδεσιές τοίχοι του ήταν κτισμένοι από εναλλάξ ζώνες λιθοδομής και πλινθοδομής
κατασκευασμένης κατά το σύστημα της αποκεκρυμμένης πλίνθου. Το ιερό φωτιζόταν
από δύο μονόλοβα παράθυρα που ανοίγονται στις κόγχες των παραβημάτων και από
ένα ευρύτερο, ενδεχομένως δίλοβο, παράθυρο που ανοιγόταν στην κόγχη του Αγίου
Βήματος, ενώ στα τύμπανα της εγκάρσιας κεραίας του σταυρού ήταν διαμορφωμένα
τρίβηλα σύνθετα ανοίγματα. Το μνημείο διέθετε πολυτελές μαρμάρινο δάπεδο και
πλούσιο γλυπτό διάκοσμο, που βρέθηκε στα κρημνίσματα του κτιρίου και έχει
μεταφερθεί στην Αγιά (κυρίως βάσεις κιόνων, θυρώματα, αμφικιονίσκοι και
επιθήματα παραθύρων, γείσα, κιονίσκοι τέμπλου, θραύσματα θωρακίων), τα
κυριότερα των οποίων θα εκτεθούν στο Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας. Τα γλυπτά δεν
παρουσιάζουν ενότητα και αρκετά βρίσκονται εδώ σε δεύτερη χρήση, κάτι που
παρατηρείται και σε άλλα μνημεία του Όρους των Κελλίων. Ξεχωρίζει το κιονόκρανο
υπ
π
10
αρ.477 (12ος αι.), με ανάγλυφο κόσμημα αμπέλου, που πρέπει να προέρχεται από το
τρίβηλο άνοιγμα της νότιας πλευράς. Ο ναός, ο οποίος παρουσιάζει τα
χαρακτηριστικά της λεγόμενης Σχολής της Κωνσταντινουπό εως και συνδέεται,
όπως φαίνεται, με την αρχιτεκτονική της Μακεδονίας αλλά, ίσως, και με εκείνη της
Νίκαιας, έχει χρονολογηθεί από τα τέλη του 12ου μέχρι τα μέσα του 13
λ
ου αιώνα.
Κόκκινο Νερό. Ανώνυμος ναός στο οικόπεδο Γ. Τσανάκα
Το 1976 εντοπίσθηκαν και ερευνήθηκαν μέσα στον παραθεριστικό οικισμό του
Κόκκινου Νερού τα ερείπια ενός ακόμη ναού, για να καταστραφούν, δυστυχώς,
αργότερα σε μεγάλο βαθμό κατά την ανέγερση ιδιωτικής κατοικίας. Από το μνημείο
σώζεται σήμερα μικρό τμήμα, στην περιοχή της βορειοανατολικής του γωνίας,
εγκλωβισμένο μέσα σε νεώτερες κατασκευές. Η αναπαράσταση της κατόψεώς του
που επιχειρείται εδώ, βασίζεται σε συνοπτική αποτύπωση των λειψάνων του και σε
ένα ελλιπές αλλά πολύτιμο δημοσιευμένο σχέδιο αποτυπώσεως του μνημείου που
έγινε κατά την ανασκαφή του. Πρόκειται για ένα μικρών διαστάσεων (6.20 Χ 6.90 μ.)
απλό τετρακιόνιο ή, το
πιθανότερο, δικιόνιο
σταυροειδή εγγεγραμμένο
ναό, με μεταγενέστερο
νάρθηκα εσωτερικών
διαστάσεων 4.90 Χ 3.10 μ.
προσκολλημένο στα δυτικά
του. Η κόγχη του αγίου
βήματος του ναού ήταν
εξωτερικά τρίπλευρη, ενώ
εκείνες των παραβημάτων
ημικυκλικές. Οι όψεις του
φαίνεται ότι ήταν επίπεδες
και αδιάρθρωτες. Οι τοίχοι
του μνημείου ήταν
κτισμένοι από αργούς λίθους μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονταν στους οριζόντιους
αρμούς σειρές πλίνθων και στους κατακόρυφους ακανόνιστα τοποθετημένοι πλίνθοι
και πλινθία, σε μια διάταξη που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένα είδος αμελούς
πλινθοπερίκλειστου συστήματος δομής (Εικ.39). Στο εσωτερικό του κτηρίου
παραστάδες υπήρχαν μόνο στον ανατολικό και στο δυτικό τοίχο. Ο ναός είχε
μαρμάρινο διάκοσμο και τοιχογραφίες, σε δύο πιθανώς στρώματα, τα οποία
χρονολογούνται στον 11ο ή 12ο αιώνα.
Κουτσουπιά. Ανώνυμη Μονή στον αγρό Πινίκη
Στην περιοχή της Κουτσουπιάς, στον αγρό Πινίκη, υπάρχουν τα ερείπια
βυζαντινής μονής κοντά στην υφιστάμενη αγροικία, ενώ επισημάνθηκαν ίχνη σε
πολλά σημεία της ευρύτερης περιοχής, που δεν έχουν ερευνηθεί.
Κουτσουπιά. Ανώνυμη Μονή στη θέση Μονόπετρα (Μονόπετρα Α)
Σε απόσταση 300 περίπου μ. από τη θάλασσα, βόρεια του μεγάλου ρέματος
στη θέση Μονόπετρα, είχαν προ ετών εντοπισθεί τα λείψανα ενός ακόμη βυζαντινού
11
μοναστηριού. Δυστυχώς αυτά καταστράφηκαν την άνοιξη του 2005 με χρήση
μηχανικού εκσκαφέα, προκειμένου να δημιουργηθεί πλάτωμα για την συγκέντρωση
των υλοτομουμένων στα γύρω δάση καυσόξυλων. Πριν από την καταστροφή από το
καθολικό της μονής διακρινόταν η πολυγωνική κόγχη του ιερού και διαγράφονταν οι
πλάγιοι τοίχοι του, κτισμένοι κατά το αμελές πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής. Στα
βόρεια του καθολικού σωζόταν τμήμα του περιβόλου, μήκους 5 περίπου μ.
Κουτσουπιά. Ανώνυμη Μονή στη θέση Παλαιομονάστηρο Μονόπετρας
(Μονόπετρα Β)
12
Η ύπαρξη λειψάνων ενός βυζαντινού μοναστηριού στη θέση
Παλαιομονάστηρο, κοντά στη Μονόπετρα της Κουτσουπιάς και στα νότια του
μεγάλου ρέματος, είναι γνωστή από
το 1 3, οπότε τ ερείπιά του
παρουσιάσθηκαν συνοπτικά από τον
Ν. Νικονάνο. Κατά τη διάρκεια των
ετών 2005 και 2006 η 7η ΕΒΑ
πραγματοποίησε στο χώρο
αρχαιολογική έρευνα, κατά την οποία
εντοπίσθηκαν τμήματα του περιβόλου
και το καθολικό της Μονής και ερευνήθηκε το γνωστό από παλιά κτήριο που
καταλαμβάνει τη νοτιοανατολική γωνία του συγκροτήματος.
Το καθολικό αποτελείται από τον κυρίως ναό και ένα μεταγενέστερο νάρθηκα. Ο
κυρίως ναός, εξωτερικών διαστάσεων, χωρίς την ημικυκλική κόγχη του ιερού, 5.55 Χ
8.20 μ., είναι μονόχωρος δρομικός. Τα δύο ζεύγη παραστάδων που διάρθρωναν την
εσωτερική επιφάνεια των πλάγιων τοίχων, έφεραν, όπως φαίνεται, δύο σφενδόνια τα
οποία διαιρούσαν το χώρο σε τρία μέρη και η κάλυψη γινόταν, κατά πάσαν
πιθανότητα, με ημικυλινδρικό θόλο. Ο νάρθηκας έχει διαστάσεις 5.25 Χ 5.55 μ. και
97 α
13
καλυπτόταν με άγνωστης μορφής θολοδομία, ενώ στους πλάγιους τοίχους
διαμορφώνονταν αρκοσόλια. Οι τοίχοι του μνημείου ήταν από προσεκτικά
αρμολογημένη αργολιθοδομή από αργούς λίθους και πλίνθους, οι οποίες κατά τόπους
σχηματίζουν σειρές. Το δάπεδό του ναού ήταν μαρμαροθετημένο. Στα κρημνίσματα
βρέθηκαν μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, μεταξύ των οποίων τεμάχια ενός
επιστυλίου τέμπλου, και τμήματα ζεύξεων ορθομαρμαρώσεως, με διάκοσμο μορφής
σχοινίου ή αστραγάλου, τα οποία, όμως, προέρχονται πιθανότατα από παλαιότερο
κτήριο και βρίσκονταν εδώ σε δεύτερη χρήση. Όλα τα ευρήματα βρίσκονται στην
Αρχαιολογική Συλλογή Μελιβοίας. Η χρονολόγηση του ναού δεν είναι με τα
διαθέσιμα στοιχεία εύκολη. Με επιφύλαξη αυτός θα μπορούσε να τοποθετηθεί στον
11ο αιώνα.
Το νοτιοανατολικό κτήριο έχει σε κάτοψη σχήμα ορθογωνίου
παραλληλογράμμου με διαστάσεις 5.45 Χ 6.40 μ. Οι πάχους 60 εκ. τοίχοι του φαίνεται
ότι ήταν κτισμένοι με αργολιθοδομή, εκτός από τον δυτικό, η εξωτερική παρειά του
οποίου ήταν διαμορφωμένη με προσοχή κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής.
Την όψη αυτή διέτρεχε πλίνθινη οδοντωτή ταινία. Το δάπεδο του κτηρίου από
σχιστόπλακες παρουσιάζει έντονη κλίση προς τα βόρεια, όπου διαμορφώνεται μικρή
ορθογώνια δεξαμενή, επιχρισμένη με υδραυλικό κονίαμα, που πιστοποιεί την χρήση
του χώρου ως ληνό.
Παλιουριά. Ναός Αγίας Παρασκευής στη θέση Οστροβός.
Ο κατά την παράδοση αφιερωμένος στην Αγία Παρασκευή βυζαντινός ναός
που υπήρχε στο κτήμα Απόστολου Χαρατσή, στη θέση Οστροβός της Παλιουριάς
ισοπεδώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του
1980. Διασώθηκαν τμήματα γλυπτών
στην Αρχαιολογική Συλλογή Αγιάς, όπως
ανάγλυφα επιθήματα αμφικιονίσκων
(αρ.457, 458), καθώς και εγχάρακτη
κεραμική με ζώα και πουλιά του 12ου
αιώνα.
Παλιουριά. Ανώνυμος ναός στο
κτήμα Γουργιώτη
Μεγάλος ναός έχει επισημανθεί
από παλιά στη βόρεια όχθη του
χειμάρρου λιουριά (1χμ στα δυτι της
παραλιακής θέσης Ταρσανάς), στον οποίο οι καλλιεργητικές εργασίες έχουν
προξενήσει μεγάλες φθορές. Ίχνη κτιρίων διακρίνονται ακόμη στις επιχώσεις στο
Πα . κά
14
βόρειο μέρος του αγρού αλλά δεν έχει διενεργηθεί μέχρι στιγμής ανασκαφική έρευνα.
Πολλά γλυπτά έχουν μεταφερθεί κατά καιρούς στην Αγιά (τμήματα κιονοκράνων,
θυρωμάτων κ.α., με σπουδαιότερο τμήμα επιστυλίου τέμπλου με ανθεμωτή
διακόσμηση [αρ.1299,1300], που ανασύρθηκε από τον παρακείμενο χείμαρρο).
Παλιουριά. Ληνός στον αγρό Γ. Πλάδα
Στην Παλιουριά, στον αγρό Γ. Πλάδα, ανασκάφηκε το 1998 ένας μεγάλος
μεσαιωνικός ληνός. Πρόκειται για προσεγμένης κατασκευής κτήριο με τοίχους
κτισμένους από αργούς λίθους και πλίνθους, που διέθετε ανοικτή δεξαμενή για το
πάτημα των σταφυλιών και κτιστό υπολήνιο. Σε μικρή απόσταση προς τα ανατολικά
υπάρχει τμήμα δεύτερου ληνού όμοιου τύπου. Ο ληνός της Παλιουριάς παρουσιάζει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί σπάνιο δείγμα κτηρίου που σχετίζεται με μια
παραγωγική δραστηριότητα στην περιοχή.
Μελιβοία (Αθανάτη). Μονές στο Όρος Κούτζιμπος
Στο Όρος Κούτζιμπος, στην περιοχή της Μελιβοίας (Αθανάτη), αναφέρεται η
ύπαρξη πλήθους θέσεων με βυζαντινά ερείπια,
τα περισσότερα από τα οποία έχουν ισοπεδωθεί
κατά τη διάρκεια καλλιεργητικών εργασιών.
Τμήματα μοναστηριών διατηρούνται στις
θέσεις Σκάλα Παναγιά, Παλιοπήγαδα και
Καρούτα, στις οποίες δεν έχουν γίνει ακόμη
ανασκαφικές έρευνες. Στην τελευταία βρέθηκε
το 2007 τμήμα ληνού; με έντονα κεκλιμένο
δάπεδο, που ήταν επιχρισμένο με κουρασάνι,
15
όπως και οι τοίχοι του κτίσματος. Το εύρημα επιβεβαιώνει την παράδοση για ομάδα
κατασκευών αυτού του είδους, που διοχέτευαν κρασί με σωλήνες στις δεξαμενές της
Παλιου
8ο αιώνα η μονή
μετακινήθηκε στη σημερινή της θέση (μονή Θεολόγου στη Βελίκα).
εριζιώτη (1986‐1987) αλλά το 2005
υπέστη
τοπίσθηκαν
ων τα
υή
ες
ώ
κα ε
ι τ
γ
ίς
ριάς.
Ιδιαίτερα σημαντική επίσης ήταν η θέση Παλιοθεολόγος, όπου κατά την
ισοπέδωση βυζαντινής μονής το 1994 βρέθηκαν βυζαντινά γλυπτά (αρ.311‐313), καθώς
και μεγάλος θησαυρός χρυσών νομισμάτων της εποχής των Κομνηνών, ο οποίος θα
εκτεθεί στο Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας. Στον ίδιο χώρο βρέθηκε η κτητορική
επιγραφή του 1571, από τη δεύτερη φάση της μονής, ενώ τον 1
Ακρωτήριο Δερματάς. Ανώνυμη Μονή στη θέση Λουτρός
Τα ερείπια του βυζαντινού μοναστηριού στη θέση «Λουτρός» στην περιοχή του
ακρωτηρίου Δερματάς ανασκάφηκαν από τον κ. Λ. Δ
σαν σοβαρές καταστροφές από βανδαλισμό.
Ο περίβολος της Μονής (Σχ.17) έχει σε κάτοψη σχήμα τραπεζίου με διαστάσεις
λείψανα των
μοναστηριακών
κτισμάτ , με ξύ των
οποίων και κυκλική
κατασκε με δάπεδο
από πήλιν πλάκες. Το
καθολικό αποτελείται
από τον κυρίως ναό και
τον σύγχρονο με αυτόν
νάρθηκα. Καθ ς ο
νάρθηκας έχει πλάτος
ελαφρά μεγαλύτερο από
το πλάτος του ναού, το
κτίριο έχει σε κάτοψη
σχήμα Τ. Το συνολικό του
μήκος του είναι 14.00 μ. και το πλάτος του 6.40 μ. στο ναό και 7.20 μ. στο νάρθηκα. Εξ
αιτίας της κλίσης του εδάφους, ο ναός γίνεται στο ανατολικό του άκρο διώροφος και
περιλαμβάνει στο κατώτερο επίπεδο δύο καμαροσκέπαστους χώρους, που πιθανόν να
είχαν ταφική χρήση. Ο ναός
με ημιικυλινδρικό θόλο,
ενώ ο νάρθη ς μ τρία
σταυροθόλ α ή ρία
φουρνικά. Οι τοίχοι του
μνημείου ήταν από αρ ούς
πλακοειδε λίθους και
πλίνθους τοποθετημένες
κυρίως οριζοντίως. Οι όψεις
τoυ ήταν διαρθρωμένες με
αβαθή τυφλά αψιδώματα
με διπλή υποχώρηση, ενώ
δεν υπάρχουν στοιχεία για
35 ως 38 Χ 30 ως 37 μ. Κατά την ανασκαφή εν
είναι μονόχωρος δρομικός και καλυπτόταν πιθανότατα
16
το φωτισμό του. Το δάπεδό του ήταν στρωμένο με πήλινες πλάκες. Στο εσωτερικό
τόσο του ναού όσο και του νάρθηκα υπήρχαν πολυάριθμοι τάφοι. Ο ναός είχε
σημαντικό ζωγραφικό διάκοσμο, από τον οποίο σώθηκαν μεν κατά χώραν μόνον οι
ποδέες, αλλά αρκετά σπαράγματά του βρέθηκαν στην ανασκαφή. Βρέθηκαν επίσης
τμήματα γλυπτών, μεταξύ των οποίων τρία επιθήματα από κιονίσκους παραθύρων
(αρ.338‐340), που φέρουν γεωμετρική διακόσμηση. Η οικοδόμηση του καθολικού της
Μονής στη θέση Λουτρός θα μπορούσε, βάσει συγκρίσεων με άλλα μνημεία της
περιοχής, όπως o τρίκογχος ναός τoυ Κόκκινου Νερού και η Παvαγία Βελίκα, να
τοποθετηθεί με επιφύλαξη στο 12ο αιώνα.
Άνω Σωτηρίτσα (Κάπιστα). Ναός Σωτήρος
Τα ερείπια της βυζαντινής μονής που αναφέρονται από τον Ν. Νικονάνο πέριξ
του μεταβυζαντινού ναϋδρίου του Σωτήρος Χριστού της Άνω Σωτηρίτσας (Κάπιστας)
δεν σώζονται πλέον, διότι καταστράφηκαν κατά την ισοπέδωση του χώρου το 1986. Τα
αξιόλογα βυζαντινά γλυπτά (Εικ.66) που εντοιχίσθηκαν στο νεώτερο ναό, μαζί με
βυζαντινό δομικό υλικό, δείχνουν τη σημασία του βυζαντινού μνημείου που υπήρχε
εδώ και έδωσε το όνομά του στον οικισμό (παλιά Κάπιστα = εκκλησία). Ορισμένα από
αυτά μεταφέρθηκαν στην Αρχαιολογική Συλλογή Μελιβοίας.
Βελίκα. Ναός Παναγίας
Ο γνωστός ως «Παναγία Βελίκα» ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αποτελεί
ένα από τα χαρακτηριστικότερα μνημεία του Όρους των Κελλίων και παρουσιάσθηκε
για πρώτη φορά γύρω στο 1970 από τον Ν. Νικονάνο. Η εκκλησία είναι κτισμένη σε
ομαλή πλαγιά, στις παρυφές της πεδιάδας του Αγιόκαμπου, κοντά στο ρέμα Βελίκα..
Η μαρτυρούμενη ύπαρξη προ ετών γύρω από το ναό ερειπίων σημαίνει ίσως ότι
αρχικά και αυτός ήταν καθολικό μικρού μοναστηριού.
17
Ο ναός της Παναγίας είναι μονόχωρος δρομικός με εξωτερικές διαστάσεις 4.90
Χ 7.50 περίπου μ. και τρίπλευρη κόγχη ιερού. Καλυπτόταν με ελαφρά οξυκόρυφο θόλο
ενισχυμένο από ένα σφενδόνιο, το οποίο βαίνει σε ποδαρικά. Οι τοίχοι του μνημείου,
οι οποίοι βαίνουν σε ψηλή σχετικά κρηπίδα, είναι κτισμένοι από αργούς λίθους
μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται στους οριζόντιους αρμούς σειρές πλίνθων και
στους κατακόρυφους οριζόντια τοποθετημένες πλίνθοι και πλινθία, σε μια διάταξη
που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένα είδος αμελούς πλινθοπερίκλειστου
συστήματος δομής. Ορισμένα τμήματα των όψεων είναι κτισμένα από αμιγή
οπτοπλινθοδομή κατά το σύστημα της αποκεκρυμένης πλίνθου. Η δυτική και οι
πλάγιες όψεις του ναού είναι διαρθρωμένες με αβαθή τυφλά αψιδώματα με διπλή
υποχώρηση, ένα στη δυτική και ανά δύο στη βόρεια και στη νότια, τα τόξα και οι
παραστάδες των οποίων είναι εξ ολοκλήρου από πλίνθους. Τα αψιδώματα
περιβάλλονται από απλή πλίνθινη ταινία εκτός από εκείνα της νότιας πλευράς, τα
οποία περιβάλλονται από οδοντωτή ταινία. Τα γείσα του ναού είναι πλίνθινα διπλά
οδοντωτά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γύρισμα των οριζόντιων γείσων των
πλαγίων πλευρών και στα άκρα της δυτικής και της ανατολικής όψης του κτηρίου.
Στην κόγχη του ιερού, κάτω από το γείσο υπάρχει κεραμικός διάκοσμος μορφής
ζωφόρου με εν σειρά διατεταγμένους στυλίσκους. Κεραμικός διάκοσμος, και
συγκεκριμένα ταινία βαθμιδωτού κοσμήματος, υπάρχει σε τμήμα της νότιας όψης,
ενώ το αέτωμα της ανατολικής όψης κοσμεί πλίνθινος σταυρός. Η είσοδος στο ναό
γινόταν από μια φαρδιά θύρα που ανοιγόταν στο μέσον του δυτικού του τοίχου. Ο
φωτισμός του γινόταν από πέντε δίλοβα παράθυρα, που ανοίγονται ανά ένα στην
κόγχη του ιερού και στα τύμπανα των τυφλών αψιδωμάτων των πλαγίων όψεων. Στα
παράθυρα των πλαγίων όψεων ο διαχωρισμός των λοβών γινόταν με πλίνθινους
πεσσίσκους. Σπάραγμα μαρμαροθετήματος καλής τέχνης που εντοπίσθηκε κατά τη
διάρκεια πρόσφατων εργασιών στερέωσης και εντοιχίσθηκε στη δυτική όψη του ναού
προέρχεται ίσως από το αρχικό του δάπεδο.
18
Το μνημείο, το οποίο παρουσιάζει έντονα τα χαρακτηριστικά της λεγόμενης
Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως και έχει σωστά συνδεθεί με την αρχιτεκτονική της
Μακεδονίας έχει χρονολογηθεί από τον Ν. Νικονάνο στα μέσα ή στο δεύτερο ήμισυ
του 12ου αιώνα. Ο Γ. Βελένης έχει διατυπώσει την άποψη ότι η χρονολόγηση του
μνημείου θα μπορούσε να κατέβει ως και τις αρχές του 13ου αιώνα.
Παρατηρήσεις
Από την παρουσίαση των μνημείων που προηγήθηκε είναι δυνατόν να γίνουν
ορισμένες παρατηρήσεις για την αρχιτεκτονική και την τέχνη στο «Όρος των
Κελλίων», αλλά και για την ιστορία του χώρου στη μέση και την ύστερη βυζαντινή
περίοδο και κατά την πρώιμη Τουρκοκρατία. Έτσι, κατ’ αρχάς από τον αριθμό και τη
χωροθέτηση των μνημείων που παρουσιάσθηκαν, προκύπτει ότι στον Ανατολικό
Κίσσαβο υπήρξε ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός μονών, πράγμα που αποδεικνύει
τη σημασία και την ακμή του μοναστικού κέντρου των Κελλίων κατά τη Μέση και την
Ύστερη βυζαντινή περίοδο. Από την άποψη της πληθώρας και η πυκνότητας των
μοναστηριών τους τα Κελλία φαίνεται ότι μπορεί να παραβληθούν με το Άγιον Όρος,
όπου στη βυζαντινή εποχή υπήρχε επίσης ένας πολύ μεγάλος αριθμός πυκνά
διατεταγμένων μονών και μονυδρίων.
Καθώς η κατάσταση διατηρήσεως των μνημείων των Κελλίων, με ελάχιστες
εξαιρέσεις (εκείνες του ναού της Παναγίας Βελίκα και, σε μικρότερο βαθμό, του
τρίκογχου ναού στη θέση Τσιλιγιώργη του Κόκκινου Νερού), είναι πολύ κακή, η
μελέτη της αρχιτεκτονικής τους παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες. Από την άποψη του
είδους τους τα σωζόμενα κτίσματα είναι κυρίως εκκλησίες αλλά και διάφορα
μοναστηριακά κτήρια κύριων και βοηθητικών χρήσεων, όπως περίβολοι, κτήρια
διαμονής, πύργοι καθώς και κτίσματα που στέγαζαν παραγωγικές δραστηριότητες
που σχετίζονταν με τη λειτουργία μοναστηριών, όπως λ.χ. το συγκρότημα των ληνών
στην Παλιουριά. Η έστω και αποσπασματική διατήρηση στην περιοχή αυτή τόσων
μοναστηριακών κτισμάτων είναι ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς η μελλοντική – όταν η
αρχαιολογική έρευνα προχωρήσει – εξέτασή τους θα μπορεί να συνδράμει τα μέγιστα
στην περαιτέρω μελέτη της βυζαντινής μοναστηριακής αρχιτεκτονικής. Προς το
παρόν μπορεί να σημειωθεί η ποιότητα της κατασκευής ορισμένων μοναστηριακών
κτηρίων, όπως το νοτιοανατολικό κτήριο στη Μονή στη θέση Μονόπετρα Β.
Ορισμένα από τα καθολικά των μοναστηριών των Κελλίων ήταν κτήρια
υψηλών προθέσεων, όπως εκείνα της Μονής του Στομίου και του Παλιομονάστηρο
του Κόκκινου Νερού, ενώ άλλα ήταν μικρά και πιο ταπεινά κτίσματα, όπως εκείνα
των μονών στις θέσεις Μονόπετρα Β, Λουτρός στο Ακρωτήριο Δερματάς και
Τσιλιγιώργη στο Κόκκινο Νερό, τα οποία, όμως, συχνά εκπλήσσουν με τη σχετικά
προσεγμένη αρχιτεκτονική και την ποιότητα του διακόσμου τους. Οι περισσότερες
εκκλησίες είναι μετρίων διαστάσεων και πολλές διαθέτουν νάρθηκα, άλλοτε εξ
αρχής, όπως στα καθολικά των μονών Στομίου, Παλιομονάστηρου Κόκκινου Νερού,
Λουτρού Ακρωτηρίου Δερματά και Πηγαδίου Καρίτσας, και άλλοτε εκ προσθήκης,
όπως στο καθολικό της Μονής στη θέση Μονόπετρα Β και στο ναό του οικοπέδου
Τσανάκα στο Κόκκινο Νερό. Σε μια περίπτωση, στο καθολικό της Μονής Στομίου,
είναι πολύ πιθανόν ο νάρθηκας να ήταν διώροφος, να διέθετε, δηλαδή, ο ναός
Κατηχούμενα. Σε πολλούς ναούς, όπως στα καθολικά της Μονής Στομίου, του
19
Παλιομονάστηρου του Κόκκινου Νερού και της Μονής στη θέση Μονόπετρα Β,
διαπιστώνεται η συνήθης στη βυζαντινή αρχιτεκτονική πρακτική της προσθήκης
προσκτισμάτων, κυρίως ναρθήκων και εξωναρθήκων ή στοών.
Από την άποψη της τυπολογίας στη ναοδομία των Κελλίων διαπιστώνεται
μεγάλη σχετικά ποικιλία. Οι περισσότεροι από τους σωζόμενους ναούς, εκείνοι της
Αγίας Παρασκευής στο Ομόλιο, της Παγίας Βελίκα και τα καθολικά των μονών στις
θέσεις Μονόπετρα Β, Λουτρός στο Ακρωτήριο Δερματάς και Πηγάδι Καρίτσας,
ανήκουν στον ιδιαίτερα διαδεδομένο τύπο των μονόχωρων δρομικών. Ένας μόνο από
τους ναούς, ο ναός της Παναγίας στην Καρίτσα, ανήκε κατά πάσα πιθανότητα στον
τύπο των τρίκλιτων βασιλικών. Επίσης ένας μόνο ναός, ο ναός στη θέση Τσιλιγιώργη
του Κόκκινου Νερού, ανήκε στον τύπο των μονόχωρων τρικόγχων. Τέσσερις, τέλος,
ναοί, τα καθολικά των μονών Αγίων Αποστόλων και Αγίου Δημητρίου στο Στόμιο,
Παλιομονάστηρου Κόκκινου Νερού και ο ναός του οικοπέδου Τσανάκα, επίσης στο
Κόκκινο Νερό, από τους οποίους ο πρώτος είναι ίσως μεταβυζαντινός, ανήκουν στον
τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου. Οι τρεις πρώτοι ήταν σύνθετοι τετρακιόνιοι,
ανήκαν, δηλαδή, σε έναν τύπο του οποίου λίγα παραδείγματα μας είναι προς το
παρόν γνωστά στη Θεσσαλία. Ο τέταρτος ήταν μάλλον δικιόνιος. Ενδιαφέρον
εξάλλου παρουσιάζει η απουσία μεταξύ των γνωστών καθολικών των μονών των
Κελλίων ναών αθωνικού τύπου, πράγμα που πιστοποιεί τη μικρή σχετικά διάδοση του
τύπου στη μέση βυζαντινή περίοδο.
Τόσο στον τομέα της τυπολογίας, όσο και – κυρίως – σε εκείνους της
μορφολογίας και της κατασκευής οι βυζαντινοί ναοί των Κελλίων είναι σαφές ότι
συνδέονται περισσότερο με την οικοδομική παράδοση της Μακεδονίας, πράγμα που,
όπως έχει παρατηρηθεί, ισχύει σε μεγάλο βαθμό στη Θεσσαλία. Η εξέταση ναών που
για πρώτη φορά παρουσιάζονται εδώ, όπως τα καθολικά των Μονών στις θέσεις
Λουτρός στο Ακρωτήριο Δερματάς και Μονόπετρα Β, επιβεβαιώνουν σαφώς την
παραπάνω άποψη. Η σχέση, εξ άλλου, που, σύμφωνα με μιαν άποψη του καθ. Γ.
Βελένη, ενδεχομένως υπάρχει μεταξύ της αρχιτεκτονικής των Κελλίων και εκείνης
της Νίκαιας, δεν μπορεί, παρά το γεγονός ότι τα διαθέσιμα στοιχεία είναι
περιορισμένα, να αποκλεισθεί. Από τα μορφολογικά και κατασκευαστικά στοιχεία
που εντοπίζονται στους ναούς του Ανατολικού Κισσάβου μεγαλύτερο ενδιαφέρον
παρουσιάζουν τα εξής: Οι όψεις των περισσοτέρων ναών ήταν διαρθρωμένες με
τυφλά αψιδώματα και οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων τους ήταν σε πολλές
περιπτώσεις διαρθρωμένες με παραστάδες, σε αντιστοιχία με τα τόξα που έφεραν τη
θολοδομία, κατά το σύστημα της «Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως». Εξωτερικά οι
κόγχες ήταν συνήθως τρίπλευρες, κατά το σύνηθες στη δεύτερη χιλιετία. Σε μια μόνο
περίπτωση η κόγχη του ιερού έχει σε κάτοψη σχήμα ημικυκλικό, διατηρεί, δηλαδή, τη
χαρακτηριστική μορφή της λεγόμενης «Προελλαδικής Σχολής», που είχε ευρεία
διάδοση κατά την πρώτη χιλιετία αλλά, υπό ορισμένες συνθήκες και αργότερα. Σε δύο
τουλάχιστον σταυροειδείς εγγεγραμμένους ναούς η μεσαία κόγχη του ιερού του ναού
ήταν τρίπλευρη, ενώ οι δύο πλάγιες ημικυκλικές, μια διάταξη με παλαιά καταγωγή
που φαίνεται ότι επιβίωσε ως την υστεροβυζαντινή εποχή. Οι τοίχοι των φτωχότερων
κυρίως ναών ήταν κατασκευασμένοι από αργολιθοδομή, από τοπικούς λίθους μεταξύ
των οποίων παρεμβάλλονταν πλίνθοι ή πλινθία, κάποτε με τρόπο που έδινε την
εντύπωση αμελούς πλινθοπερίκλειστου συστήματος δομής. Σε ορισμένες
περιπτώσεις, όπως σε εκείνες του καθολικού του Παλιομονάστηρου του Κόκκινου
20
Νερού και, ίσως, και εκείνου της Μονής Στομίου, οι τοίχοι ήταν κτισμένοι από
εναλλάξ ζώνες λιθοδομής και πλινθοδομής, δηλαδή κατά το σύνηθες στην
αρχιτεκτονική της Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως και των περιοχών της επιρροής
της «μικτό σύστημα» τοιχοποιίας, το γνωστό από τη Ρωμαϊκή εποχή ως «opus
mixtum». Σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, στο καθολικό του Παλιομονάστηρου και
στο ναό της Παναγίας Βελίκα, έχει χρησιμοποιηθεί στην τοιχοποιία οπτοπλινθοδομή
κατασκευασμένη κατά το σύστημα της αποκεκρυμένης πλίνθου. Όσον αφορά την
κατασκευή, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο εντοπισμός σε ορισμένα από τα
εξεταζόμενα κτήρια, όπως στο καθολικό της Μονής Στομίου, παραδειγμάτων
συστημάτων ενισχύσεως της τοιχοποιϊας με ξυλοδεσιές και θεμελιώσεως των κιόνων
σε ανεξάρτητα μεταξύ τους και από τους τοίχους βάθρα και όχι σε διασταυρούμενους
«θεμελιότοιχους» ή άλλα εξελιγμένα συστήματα, μιας πρακτικής η οποία φαίνεται
ότι ήταν επίσης συνήθης στη βυζαντινή αρχιτεκτονική.
Εξ αιτίας της κακής κατάστασης διατήρησης των ναών δεν είναι μας είναι
επαρκώς γνωστά στοιχεία σχετικά με τα ανοίγματα των θυρών και κυρίως των
παραθύρων τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο φωτισμός του εσωτερικού των
εκκλησιών γινόταν από τα τυπικά στη βυζαντινή αρχιτεκτονική μονόλοβα, δίλοβα ή
και τρίλοβα παράθυρα, οι λοβοί των οποίων χωρίζονταν με μαρμάρινους
αμφικιονίσκους, αλλά κάποτε, όπως στο ναό της Παναγίας Βελίκα, με πλίνθινους
πεσσίσκους. Είναι ωστόσο γνωστό ένα τουλάχιστον παράδειγμα, στο καθολικό του
Παλιομονάστηρου του Κόκκινου Νερού, όπου, όπως συχνά συμβαίνει σε μνημεία
αξιώσεων της Σχολής, συνήθως, της Κωνσταντινουπόλεως, σύνθετα ανοίγματα ήταν
διαμορφωμένα στα τύμπανα της εγκάρσιας κεραίας του σταυρού. Λίγα πράγματα
επίσης μας είναι γνωστά για τον κεραμεικό διάκοσμο, που φαίνεται ότι κοσμούσε τις
όψεις ορισμένων τουλάχιστον από τους ναούς, όπως λ.χ. εκείνον της Παναγίας
Βελίκα. Πρόκειται για ταινίες οδοντωτές ή άλλες, ζωφόρους και εντυπωσιακά
πλίνθινα οδοντωτά γείσα. Πολλοί από τους ναούς διέθεταν μαρμάρινα δάπεδα,
πολλά από τα οποία φαίνεται ότι ήταν εξαιρετικής ποιότητος. Εξάλλου, αρκετοί ναοί,
είχαν πλούσιο γλυπτό διάκοσμο.
Από τη συνοπτική εξέταση που προηγήθηκε, καθίσταται σαφής η μεγάλη
σημασία της αρχιτεκτονικής των μεσοβυζαντινών και υστεροβυζαντινών
μοναστηριών του Όρους των Κελλίων και το ενδιαφέρον που αυτή παρουσιάζει για τη
μελέτη της αρχιτεκτονικής όχι μόνο της Θεσσαλίας, αλλά και των γειτονικών
περιοχών και της βυζαντινής αρχιτεκτονικής γενικότερα. Μεγάλο, εξάλλου,
ενδιαφέρον παρουσιάζει και η συνέχεια της αρχιτεκτονικής αυτής κατά την περίοδο
της Τουρκοκρατίας, της οποίας τα παραδείγματα, αν και πολύ λιγότερα, φαίνεται ότι
δεν υστερούν σε ποιότητα. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, όπως σε εκείνη του
Καθολικού της Μονής του Τσάγεζι, αυτά αποτελούν μνημεία εξαιρετικής σημασίας.
Συντομογραφίες
ΑΔ Αρχαιολογικόν Δελτίον
ΑΒΜΕ Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος
ΑΕΘΣΕ Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας
ΑΘΜ Αρχείον Θεσσαλικών Μελετών
BSCA Byzantine Studies Conference, Abstracts
21
22
ΕΕΒΣ Ελληνική Επετηρίς Βυζαντινών Σπουδών
ΘεσσΗμ Θεσσαλικό Ημερολόγιο
TM Travaux et Mémoires
JÖB Jahrbuch des Östereichische Byzantinistik
Σταύρος Μαμαλούκος
Σταυρούλα Σδρόλια
Εισαγωγή
Οι δημοσιεύσεις των τελευταίων ετών έχουν πλέον αποδείξει ότι το «Όρος των
Κελλίων» που αναφέρουν οι βυζαντινές πηγές στη Θεσσαλία ήταν ο Ανατολικός
Κίσσαβος. Στην περιοχή αυτή είχε δημιουργηθεί μια αξιόλογη μοναστική κοινότητα, η
οποία ήκμασε από τον 10ο ως τον 12ο αιώνα και άρχισε να παρακμάζει στις αρχές του
14ου αιώνα. Η σπουδαιότερη ιστορική αναφορά για το «Όρος των Κελλίων» βρίσκεται
στο βίο του ιδρυτή της μονής της Πάτμου Οσίου Χριστοδούλου (Υποτύπωσις Οσίου
Χριστοδούλου, 1091) και αναφέρεται στην προσπάθεια του Αλεξίου Κομνηνού για την
κοινοβιακή οργάνωση του μοναχισμού της περιοχής μέσω του Οσίου. Το ότι η
απόπειρα απέτυχε, καθώς οι όροι του Οσίου Χριστοδούλου δεν έγιναν αποδεκτοί από
τους Κελλιώτες, αποτελεί ένδειξη του πλήθους και της ισχύος των μοναχών την
εποχή αυτή.
Στην επόμενη περίοδο υπάρχουν ελάχιστες αναφορές για τα Κελλία και
φαίνεται ότι οι αναστατώσεις του 14ου αιώνα οδήγησαν στη ερήμωσή τους. Είναι
χαρακτηριστικό ότι στη γνωστή οθωμανική απογραφή του 1569/70 αναφέρονται 4
μοναστήρια στην περιοχή του Ανατολικού Κισσάβου, από τα οποία μόνον για ένα, τη
μονή Αγίου Δημητρίου στο Στόμιο, που ήταν το ισχυρότερο από αυτά, υπάρχουν
σαφείς ενδείξεις για το βυζαντινό παρελθόν του. Τα υπόλοιπα, η μονή Αγίου
Παντελεήμονος Αγιάς, η μονή Ταξιαρχών έξω από την Αγιά, καθώς και η μονή Αγίων
Αποστόλων κοντά στην Αγιά και τη Μελιβοία, φαίνεται ότι αποτελούν νέακαθιδρύματα, όπως τα αντίστοιχα του Μαυροβουνίου (Σκήτη, Πολυδένδρι) Την εποχήαυτή, παρατηρείται και εδώ, όπως σε όλη την Ελλάδα, το ανακαινιστικό φαινόμενοτου 16ου αιώνα και ιδρύονται νέες μονές, τόσο σε παλιές βυζαντινές θέσεις όσο και σε
νέες, όπου το επέβαλαν οι νέοι γεωγραφικοί συσχετισμοί της περιοχής. Έτσι η τύχητων Κελλίων παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες με εκείνη άλλων μοναστικώνκέντρων του Μεσαίωνα, μεταξύ των οποίων και το ίδιο το Άγιον Όρος, καθώς και εδώοι περισσότερες παλαιές μονές εγκαταλείπονται και ακολούθως εξαφανίζονται καιαυξάνεται η σημασία των λίγων που απομένουν.Οι έρευνες της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων τα τελευταία χρόνιαοδήγησαν στον εντοπισμό δεκάδων μονών και μονυδρίων, από τα οποία λίγα μόνονέχουν ερευνηθεί ανασκαφικά.
Η παρουσίαση των κυριότερων από αυτά γίνεται με γεωγραφική σειρά, από ταβόρεια προς τα νότια.
Τα ΜνημείαΟμόλιo (Λασποχώρι). Ασκητήριο Αγίας Παρασκευής
Το μνημείο είναι κτισμένο σε φυσικό κοίλωμα ενός κατακόρυφου βράχου που
υψώνεται στην έξοδο μιας βαθιάς χαράδρας του Κισσάβου, στις παρυφές της αρχαίας
πόλης του Ομολίου. Εμπρός από το κοίλωμα του βράχου υπήρχαν μοναστηριακά
κτίσματα με τοίχους από προσεγμένης κατασκευής λιθοδομή από αργούς λίθους καιοριζόντια τοποθετημένα πλινθία, που καταστράφηκαν σε μεγάλο ποσοστό ότανσχετικά πρόσφατα στη θέση αυτή διαμορφώθηκε με τη χρήση μηχανικού εκσκαφέαευρύ πλάτωμα. Ο ναός, ο οποίος διατηρείται σε χαμηλά ερείπια, ήταν μονόχωρος
δρομικός με εξωτερικές διαστάσεις 4.15 Χ 8.50 περίπου μ. και μάλλον τρίπλευρη κόγχηιερού. Τα διατηρούμενα σήμερα τμήματα των τοίχων του είναι κτισμένα από αργούς
λίθους και τεμάχια πλίνθων και δεν προσφέρονται για ακριβή χρονολόγηση. Καθώς η
προτεινόμενη από τον Ν.Νικονάνο χρονολόγηση στην εποχή των Παλαιολόγων με
βάση τη μορφή της ελεύθερης πλινθοπερίκλειστης τοιχοποιίας που αναφέρει ότι είδε
και όστρακα που εντόπισε, δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί, δεν μπορεί προς το
παρόν να αποκλεισθεί η πιθανότητα το μνημείο να είναι ακόμη παλαιότερο.
Όσον αφορά στη χρήση του ναού, ο Νικονάνος θεωρεί ότι αυτός πιθανώς
αποτελούσε το κυριακόν ομάδας ασκητηρίων που βρίσκονταν στις χαράδρες της
περιοχής. Ασκητές πρέπει πάντως να ήταν εγκατεστημένοι και στη διπλανή χαράδρα
που λέγεται Μέγας Λάκκος, σύμφωνα με τις παραδόσεις που διασώζονται ακόμη
στους κατοίκους των Αμπελακίων.Η γεωγραφική σημασία της ευρύτερης περιοχής είναι μεγάλη επειδή ελέγχει
τη διάβαση του Πηνειού (που γινόταν από τη γέφυρα του Πυργετού) και την
επικοινωνία της βόρειας Ελλάδας με τη Θεσσαλία. Στα βυζαντινά χρόνια υπήρχαν
τουλάχιστον δύο οικισμοί στην ευρύτερη περιοχή. Στη βόρεια έξοδο της χαράδρας
Μέγας Λάκκος εντοπίσθηκαν πρόσφατα τα λείψανα οικισμού, πιθανόν της πρώιμης
βυζαντινής περιόδου, σε κατάφυτο λόφο στη θέση Παλιοκκλήσι. Επίσης, 3 χλμ. νότια
του Ομολίου, στα δυτικά της οδού Ομολίου ‐ Στομίου, βρίσκονται σε δασωμένο λόφο
τα λείψανα του βυζαντινού οικισμού της Αμπελικής, ο οποίος φαίνεται ότι συνυπήρχε
2με τιςμονέςτουΌρουςτωνΚελλίων, αφούταευρήματα τονχρονολογούνστημεσοβυζαντινή
περίοδο. Επίτόπουδιακρίνονταιίχνητουοχυρωματικούπεριβόου καιπυκνάλείψανακτισμάτ
ων. Το2006αποκαλύφθηκετμήμαβυζαντινού ναού διαστάσεων 8 Χ 6 μ., με ημικυκλική κόγχη ιερού, καθώς και θραύσματα
αρχιτεκτονικών μελών με γλυπτό διάκοσμο του 11ου ή του 12ου αιώνα. Περιγραφές
παλαιότερων συγγραφέων καθιστούν πιθανή την απόδοση στο ναό αυτό της
επιτύμβιας επιγραφής του αρχιερέα Διονυσίου Καμψορύμη του 11ου αιώνα. Τέλος, σε
μικρή απόσταση ανατολικά της παραπάνω θέσης βρίσκονταν οι παλιές εκβολές του
Πηνειού, όπου και το λιμάνι της περιοχής, που έφερε στα νεώτερα χρόνια το όνομα
Φτέρη. Στην περιοχή των εκβολών, κοντά στο Στόμιο, πρέπει να τοποθετηθεί η
γνωστή από τις πηγές οχυρωμένη μονή του Αγίου Νικολάου Λυκοστομίου (14ος
αιώνας), μετόχι της μονής Αγίου Δημητρίου Μαρμαριανών.3Στόμιο (Τσάγεζι). Μονή Αγίου Δημητρίου (Εικ.1.2)
Η αφιερωμένη αρχικά στην Παναγία και αργότερα στον Άγιο Δημήτριο Μονή
του Κονομειού / Οικονομείου / Κομνηνείου, κοντά στο Στόμιο (Τσάγεζι) υπήρξε
αναμφισβήτητα για μακρότατο χρονικό διάστημα, ως τα μέσα του 19ου αιώνα, οπότεάρχισε να παρακμάζει για να διαλυθεί λίγο αργότερα, ένα από τα σημαντικότερα
ιερά καθιδρύματα του Όρους των Κελλίων.
Η αρχή της
παρακμής της Μονής
σήμανε και την έναρξη
της βαθμιαίας
καταστροφής του
εντυπωσιακού, όπως
φαίνεται, οικοδομικού
συγκροτήματός της, η
οποία είχε
ολοκληρωθεί γύρω στα
μέσα του 20ου αιώνα.
Λίγο αργότερα, στη
δεκαετία του 1960,
άρχισε, χωρίς,
δυστυχώς, σε καμία
περίπτωση να
προηγηθεί
αρχαιολογική έρευνα,
η οικοδόμηση στη θέση
των παλαιών
κτισμάτων των
μεγάλης κλίμακος και
σύγχρονης
κατασκευής σημερινών
κτηρίων, με
αποτέλεσμα την
κατα ι των
τότε κόμη
διατηρουμένων κάτω
από την επιφάνεια του εδάφους λειψάνων τους. Από τα παλαιά κτήρια του
μοναστηριακού συνόλου στις μέρες μας έφθασαν σε ερειπιώδη κατάσταση μόνο το
Καθολικό, το οποίο πρόσφατα μελετήθηκε εκ νέου συστηματικά από τον καθηγητή Χ.
Μπούρα και τοποθετήθηκε ορθά στον 16ο αιώνα, τμήμα του περιβόλου, και
συγκεκριμένα ένα μέρος του δυτικού τείχους με την χρονολογημένη το 1492 πύλη και,
στα ανατολικά του συγκροτήματος και σε μικρή απόσταση από αυτό, ο αφιερωμένος
στη Θεία Υπαπαντή διώροφος κοιμητηριακός ναός της Μονής. Η πρόσφατη
ανασκαφική έρευνα, που διενεργήθηκε κατά τη διάρκεια της αναστήλωσης του
μνημείου, απεκάλυψε τα λείψανα ενός παλαιότερου ναού, προφανώς, του αρχικού
καθολικού του ιστορικού μοναστηριού, το οποίο μπορεί να χρονολογηθεί στον όψιμο
11ο ή στον πρώιμο 12ο αιώνα. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακών διαστάσεων
στροφή κα
α
4
τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό με σύγχρονο νάρθηκα, πιθανώς διώροφο,
και εξωνάρθηκα που είχε τη μορφή μιας ελαφριάς, ξυλόστεγης, κατά πάσα
πιθανότατα, κατασκευής, ίσως μιας στοάς. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε οι θρύλοι
που συνδέουν τη Μονή με τους Κομνηνούς ίσως να έχουν σπέρμα αλήθειας.
ης λιτής. Από
και
στικών
ικού
τ
τηθεί και ο αρχικός ναός.
Στόμιο (Τσάγεζι). Μονή Αγίων Αποστόλων
Σε μικρή απόσταση νοτιοδυτικά της Μονής του
Αγίου Δημητρίου βρίσκονται τα ερείπια της Μονής των
Αγίων Αποστόλων, τα οποία, εντοπίσθηκαν από τον Γ.
Σωτηρίου το 1928, αλλά παραμένουν ως τώρα
επιστημονικά αναξιοποίητα, καθώς ως πρόσφατα ήταν
απρόσιτα στους μελετητές εξ αιτίας της πυκνής
βλάστησης που καλύπτει την περιοχή. Τα ερείπια του
καθολικού της Μονής υψώνονται στο μέσον της αυλής
του πλήρως ερειπωμένου σήμερα οικοδομικού της
συγκροτήματος. Το καθολικό είναι ένας μετρίου
μεγέθους (7.50 Χ 9.50 περίπου μ.) ναός αθωνικού τύπου,
δηλαδή σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής
εγγεγραμμένος με πλάγιες κόγχες, στον οποίο έχουν
σε μεταγενέστερη εποχή προστεθεί ένας ευρύς
νάρθηκας (λιτή) με όροφο ο οποίος είχε ξύλινο πάτωμα
και μια στοά, η οποία περιέβαλλε τη λιτή τουλάχιστον
από τα δυτικά και τα βόρεια, καταλήγοντας σε ένα μονόχωρο δρομικό θολωτό
παρεκκλήσιο
προσκολλημένο στη βόρεια
πλευρά τ την
εξέταση των
μορφολογικών
κατασκευα
στοιχείων των
προσκτισμάτων του
καθολ προκύπτει ότι
αυτά χρονολογούνται
αναμφίβολα στην εποχή
της Τουρκοκρατίας, ίσως
στο 17ο αιώνα, εποχή σ ην
οποία θα πρέπει να
τοποθε
5
Καρίτσα. Ναός Αγίου Ιωάννου Προδρόμου
Βρίσκεται στα
βορειοδυτικά του
χωριού και σε
απόσταση 500
περίπου μ. από το
λιμάνι του Στομίου,
στη θέση Κεραμαριό.
Πρόκειται για μια
μικρή νεόκτιστη
εκκλησία, το
ανατολικό τμήμα
της ο είναι
υπόλειμμα ενός
παλαιού,
πιθανότατα
μονόχωρου, ομικού ξυλό τεγου αού Με βάση τις δια ηρούμενες τοιχ γρα ίες, οι
οποίες χρονολογούνται από επιγραφή στο 1720, η ανέγερση του παλαιού αυτού ναού
μπορεί να τοποθετηθεί χρονικά στο 18ο αιώνα. Η ύπαρξη ωστόσο, τμημάτων
βυζαντινής τοιχοδομίας που, σύμφωνα με τον Κ. Σπανό, διακρίνονταν στην κόγχη το
1977, οδηγούν στην υπόθεση ότι ο ναός του 18ου αιώνα είχε κτισθεί στη θέση
βυζαντινού, ενσωματώνοντας τμήματά του. Τα βυζαντινά αρχιτεκτονικά μέλη που
βρίσκονταν προ ετών έξω από το ναό προέρχονταν από τον αγρό Φώτη Κόκκινου, σε
παρακείμενη θέση προς τα νότια (τμήματα κιόνων, κιονόκρανο, αμφικιονίσκος,
επίθημα, θυρώματα), και έχουν μεταφερθεί στην αρχαιολογική συλλογή Αγιάς
(αρ.1287‐1298). Η υπόθεση για βυζαντινή φάση του ναού του Προδρόμου ενισχύεται
από τη βυζαντινή επίχωση που διακρίνεται στους παρακείμενους αγρούς (όπου
αφθονούν οι πλίνθοι, εξ’ ού και η ονομασία Κεραμαριό, και βρέθηκαν παλαιότερα
βυζαντινά νομίσματα). Πρόκειται ουσιαστικά για λείψανα βυζαντινού παραλιακού
οικισμού, ου βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου Παλιόκαστρο, όπου σώζ ται
τείχος της βυζαντινής περιόδου, κτισμένο επάνω σ
ποίας
δρ σ ν . τ ο φ
π ε
ε αρχαίο.
Καρίτσα. Ναός Παναγίας
Η εκκλησία είναι κτισμένη σε ένα
πλάτωμα δίπλα στη νέα οδό Στομίου –
Αγιόκαμπου, στα βορειοανατολικά του
οικισμού της Καρίτσας. Η ύπαρξη
κτισμάτων στα βόρεια του ναού και σε
απόσταση λίγων μέτρων από αυτόν,
οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στη θέση αυτή
υπήρχε μοναστήρι, καθολικό του οποίου
ήταν ο ναός της Παναγίας. Ο ναός, ο
οποίος στα νεώτερα χρόνια, αλλά και
εντελώς πρόσφατα, έχει υποστεί
εκτεταμένες καταστροφικές επεμβάσεις,
6
είναι ένας μετρίων διαστάσεων μονόχωρος δρομικός ξυλόστεγος ναός με την
τρίπλευρη εξωτερικά κόγχη του αγίου του βήματος έκκεντρα διατεταγμένη στην
ανατολική του όψη. Στα ανεπίχριστα κατώτερα τμήματα των τοίχων του ναού
διακρίνεται η τοιχοποιία του από ζώνες αργολιθοδομής και πλινθοδομής
κατασκευασμένης κατά το σύστημα της αποκεκρυμένης πλίνθου. Όπως φαίνεται από
τη διαφοροποίηση στο πάχος τους, τα ανώτερα τμήματα των τοίχων του κτηρίου
ανήκουν σε μεταγενέστερη οικοδομική φάση. Μεταγενέστερος είναι και ο νάρθηκας
του ναού, από τον οποίο σήμερα, μετά την πρόσφατη ανοικοδόμησή του, διατηρούνται
μόνο τα κατώτερα τμήματα του βόρειου και του νότιου τοίχου του. Η αναπαράσταση
του αρχικού ναού, ο οποίος από τα ελάχιστα διαθέσιμα στοιχεία μπορεί να
χρονολογηθεί στη μεσοβυζαντινή εποχή, δεν είναι προς το παρόν εύκολη. Πρόκειται,
πιθανώς, για τρίκλιτη βασιλική, της οποίας διατηρούνται το κεντρικό και το νότιο
κλίτος. Δεν μπορεί, ωστόσο, να αποκλεισθεί και η πιθανότητα αυτός να ήταν δίκλιτος.
Καρίτσα. Ανώνυμη Μονή στη θέση Μιτσιβιό
Στη θέση Μιτσιβιό της Καρίτσας, σε αγρό ιδιοκτησίας Χρήστου Οικονόμου
έχουν εντοπισθεί λείψανα μοναστηριού, το καθολικό του οποίου είχε τρίπλευρη
κόγχη ιερού, κτισμένη με αμελές πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής. Η θέση δεν έχει
ακόμη ερευνηθεί.
Καρίτσα. Ανώνυμη Μονή στη θέση Πηγάδι
Στα ανατολικά του οικισμού της Καρίτσας, στη θέση Πηγάδι, κατά τη διάρκεια
των έργων της διάνοιξης της νέας οδού Στομίου – Αγιόκαμπου, εντοπίσθηκαν και
ερευνήθηκαν συνοπτικά τα ερείπια ενός ακόμη βυζαντινού μοναστηριού. Πιο
συγκεκριμένα αποκαλύφθηκε το δυτικό τμήμα του καθολικού της Μονής και στα
δυτικά του τοίχος σε μήκος 11 μ. με κατεύθυνση βορρά – νότου, ο οποίος αποτελούσε
τμήμα του περιβόλου ή ήταν αναλημματικός. Άλλοι τοίχοι, κάθετα διατεταγμένοι σε
αυτόν, σχημάτιζαν
κατά μήκος του
διατεταγμένους
χώρους, μέσα στους
οποίους βρέθηκαν
στοιβαγμένες
βυζαντινές
κεραμίδες και
πλίνθοι. Το
καθολικό της
Μονής
διατηρούνταν εν
μέρει, καθώς το
ανατολικό του
τμήμα είχε
καταστραφεί κατά την ανέγερση παρακείμενης σύγχρονης οικοδομής. Πρόκειται για
ένα μάλλον μικρό (το πλάτος του ήταν περίπου 6 μ. ) μονόχωρο δρομικό ναό με
αρχικό νάρθηκα. Ο χώρος αυτός είχε εσωτερικές διαστάσεις 2.70 Χ 4.45 μ. και η
προσπέλασή του γινόταν με δύο φαρδιές (1.45 μ.) θύρες που ανοίγονταν στο δυτικό
7
και στο βόρειο τοίχο του. Το δάπεδό του ήταν από μαρμαρόπλακες. Οι ενισχυμένοι με
ξυλοδεσιές τοίχοι του ναού ήταν κτισμένοι με ένα αμελές πλινθοπερίκλειστο
σύστημα δομής, ενώ οι όψεις του ήταν διαρθρωμένες με μικρού σχετικά πλάτους
τυφλά αψιδώματα. Ο ναός διατηρείται σε κατάχωση, ενώ τα λείψανα περιβόλου
διαλύθηκαν, διότι συνέπιπταν με την πορεία της νέας οδού.
Κόκκινο Νερό. Ανώνυμη Μονή στη θέση Τσιλιγιώργη
Ο γνωστός στη βιβλιογραφία ως «τρίκογχος ναός στο ύψωμα Τσιλιγιώργη του
Κόκκινου Νερού» και το παρακείμενο ερειπωμένο θολωτό κτήριο που αναφέρεται ως
«πύργος» αποτελούν ενδεχομένως τα μόνα ορατά σήμερα υπολείμματα ενός ακόμη
μικρού βυζαντινού μοναστηριού, που ερευνήθηκαν σύντομα το 1972 από τον Ν.
Νικονάνο. Ο ναός ήταν μικρών διαστάσεων (6.35 Χ 7.30 μ.) μονόχωρος τρίκογχος με
τρίπλευρες εξωτερικά κόγχες. Οι τοίχοι του ήταν κτισμένοι από αργούς λίθους και
πλίνθους τοποθετημένες σε σειρές, ενώ η θολοδομία ήταν πλίνθινη. Ο ναός διέθετε
γλυπτό διάκοσμο και πολυτελές μαρμάρινο δάπεδο με ζωομορφικές παραστάσεις,
τμήματα των οποίων βρίσκονται στην Αρχαιολογική Συλλογή Αγιάς. Το μνημείο έχει
χρονολογηθεί στα τέλη του 12ου ή στις αρχές του 13ου αιώνα.
Ο «πύργος» βρίσκεται σε απόσταση 20 περίπου μ. στα βορειοανατολικά του
ναού. Πρόκειται για ένα ορθογωνικό σε κάτοψη κτήριο εξωτερικών διαστάσεων 4.70 Χ
5.10 μ. Οι τοίχοι του, πάχους περίπου 80εκ., είναι κτισμένοι με τοιχοποιία αρκετά
προσεγμένης κατασκευής από αργούς λίθους μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται
άτακτα πλίνθοι και πλινθία. Η κάλυψη του κτηρίου γινόταν με ημικυλινδρικό θόλο,
εν μέρει κατεστραμμένο ήδη το 1972. Στα δυτικά του «πύργου» σώζεται σε μικρό ύψος
ένας συνεχόμενος με αυτόν χώρος, με εξωτερικές διαστάσεις 3.50 Χ 4.70 μ.
8
Κόκκινο Νερό. Ανώνυμη Μονή (;) στις ιδιοκτησίες Βόγια και Χύτα
Δυτικά των ιαματικών πηγών του Κόκκινου Νερού, σώζονται ερείπια
οικοδομικού συγκροτήματος, πιθανόν βυζαντινής μονής, τα οποία δεν έχουν
ερευνηθεί ανασκαφικά. Λείψανα μεγάλου τοίχου διακρίνονται μεταξύ των δύο
ιδιοκτησιών, που έχουν υψομετρική διαφορά μεταξύ τους, ανάμεσά τους τοίχος
κατασκευασμένος κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Βρέθηκαν αρχιτεκτονικά
γλυπτά που μεταφέρθηκαν στην Αρχαιολογική Συλλογή Αγιάς (επίκρανα
παραστάδων αρ.495,496, αμφικιονίσκος και επίθημα παραθύρου αρ.493,494).
Κόκκινο Νερό. Ναός στην ιδιοκτησία Τσιοφλίκη
Σε μικρή απόσταση νότια της προηγούμενης θέσης, στο κτήμα Τσιοφλίκη,
σώζονταν ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980, οπότε ισοπεδώθηκαν κατά την
ανέγερση ιδιωτικής οικίας, ερείπια ναού, ο οποίος, κατά πληροφορίες, ήταν τρίκογχος.
Τμήματα μαρμάρινου στυλοβάτη τέμπλου έχουν μεταφερθεί στην Αγιά (αρ.301,302).
Κόκκινο Νερό. Ανώνυμη Μονή στη θέση Παλιομονάστηρο του οικισμού
Μητσιάρες
Τo 1992, κατά τις εργασίες ισοπέδωσης αγρού ιδιοκτησίας Θ. Ευσταθίου, στη
θέση «Παλιομονάστηρο», στον οικισμό Μητσιάρες του Κόκκιvου Νερού εντοπίσθηκαν
9
τα ερείπια ενός μεγάλου βυζαντινού μοναστηριού, που ερευνήθηκε ανασκαφικά από
την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Το καθολικό είναι ένας μετρίων
διαστάσεων (7,80 Χ 12,80 μ.) σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός
με σύγχρονο νάρθηκα. Στο κτήριο είχαν μεταγενέστερα προσκολληθεί ένας
εξωνάρθηκας στα δυτικά, δύο στοές κατά
μήκος της βόρειας και της νότιας πλευράς του
καθώς και άλλα προσκτίσματα στα
ανατολικά και στα νοτιοανατολικά του. Η
μεσαία κόγχη του ιερού του ναού ήταν
εξωτερικά τρίπλευρη, ενώ οι δύο πλάγιες
ημικυκλικές. Οι όψεις του μνημείου ήταν
πλήρως διαρθρωμένες με τυφλά αψιδώματα
με διπλή οχώρηση και οι εσωτερικές
επιφάνειες, αντίστοιχα, με αραστάδες. Οι ενισχυμένοι με
ξυλοδεσιές τοίχοι του ήταν κτισμένοι από εναλλάξ ζώνες λιθοδομής και πλινθοδομής
κατασκευασμένης κατά το σύστημα της αποκεκρυμμένης πλίνθου. Το ιερό φωτιζόταν
από δύο μονόλοβα παράθυρα που ανοίγονται στις κόγχες των παραβημάτων και από
ένα ευρύτερο, ενδεχομένως δίλοβο, παράθυρο που ανοιγόταν στην κόγχη του Αγίου
Βήματος, ενώ στα τύμπανα της εγκάρσιας κεραίας του σταυρού ήταν διαμορφωμένα
τρίβηλα σύνθετα ανοίγματα. Το μνημείο διέθετε πολυτελές μαρμάρινο δάπεδο και
πλούσιο γλυπτό διάκοσμο, που βρέθηκε στα κρημνίσματα του κτιρίου και έχει
μεταφερθεί στην Αγιά (κυρίως βάσεις κιόνων, θυρώματα, αμφικιονίσκοι και
επιθήματα παραθύρων, γείσα, κιονίσκοι τέμπλου, θραύσματα θωρακίων), τα
κυριότερα των οποίων θα εκτεθούν στο Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας. Τα γλυπτά δεν
παρουσιάζουν ενότητα και αρκετά βρίσκονται εδώ σε δεύτερη χρήση, κάτι που
παρατηρείται και σε άλλα μνημεία του Όρους των Κελλίων. Ξεχωρίζει το κιονόκρανο
υπ
π
10
αρ.477 (12ος αι.), με ανάγλυφο κόσμημα αμπέλου, που πρέπει να προέρχεται από το
τρίβηλο άνοιγμα της νότιας πλευράς. Ο ναός, ο οποίος παρουσιάζει τα
χαρακτηριστικά της λεγόμενης Σχολής της Κωνσταντινουπό εως και συνδέεται,
όπως φαίνεται, με την αρχιτεκτονική της Μακεδονίας αλλά, ίσως, και με εκείνη της
Νίκαιας, έχει χρονολογηθεί από τα τέλη του 12ου μέχρι τα μέσα του 13
λ
ου αιώνα.
Κόκκινο Νερό. Ανώνυμος ναός στο οικόπεδο Γ. Τσανάκα
Το 1976 εντοπίσθηκαν και ερευνήθηκαν μέσα στον παραθεριστικό οικισμό του
Κόκκινου Νερού τα ερείπια ενός ακόμη ναού, για να καταστραφούν, δυστυχώς,
αργότερα σε μεγάλο βαθμό κατά την ανέγερση ιδιωτικής κατοικίας. Από το μνημείο
σώζεται σήμερα μικρό τμήμα, στην περιοχή της βορειοανατολικής του γωνίας,
εγκλωβισμένο μέσα σε νεώτερες κατασκευές. Η αναπαράσταση της κατόψεώς του
που επιχειρείται εδώ, βασίζεται σε συνοπτική αποτύπωση των λειψάνων του και σε
ένα ελλιπές αλλά πολύτιμο δημοσιευμένο σχέδιο αποτυπώσεως του μνημείου που
έγινε κατά την ανασκαφή του. Πρόκειται για ένα μικρών διαστάσεων (6.20 Χ 6.90 μ.)
απλό τετρακιόνιο ή, το
πιθανότερο, δικιόνιο
σταυροειδή εγγεγραμμένο
ναό, με μεταγενέστερο
νάρθηκα εσωτερικών
διαστάσεων 4.90 Χ 3.10 μ.
προσκολλημένο στα δυτικά
του. Η κόγχη του αγίου
βήματος του ναού ήταν
εξωτερικά τρίπλευρη, ενώ
εκείνες των παραβημάτων
ημικυκλικές. Οι όψεις του
φαίνεται ότι ήταν επίπεδες
και αδιάρθρωτες. Οι τοίχοι
του μνημείου ήταν
κτισμένοι από αργούς λίθους μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονταν στους οριζόντιους
αρμούς σειρές πλίνθων και στους κατακόρυφους ακανόνιστα τοποθετημένοι πλίνθοι
και πλινθία, σε μια διάταξη που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένα είδος αμελούς
πλινθοπερίκλειστου συστήματος δομής (Εικ.39). Στο εσωτερικό του κτηρίου
παραστάδες υπήρχαν μόνο στον ανατολικό και στο δυτικό τοίχο. Ο ναός είχε
μαρμάρινο διάκοσμο και τοιχογραφίες, σε δύο πιθανώς στρώματα, τα οποία
χρονολογούνται στον 11ο ή 12ο αιώνα.
Κουτσουπιά. Ανώνυμη Μονή στον αγρό Πινίκη
Στην περιοχή της Κουτσουπιάς, στον αγρό Πινίκη, υπάρχουν τα ερείπια
βυζαντινής μονής κοντά στην υφιστάμενη αγροικία, ενώ επισημάνθηκαν ίχνη σε
πολλά σημεία της ευρύτερης περιοχής, που δεν έχουν ερευνηθεί.
Κουτσουπιά. Ανώνυμη Μονή στη θέση Μονόπετρα (Μονόπετρα Α)
Σε απόσταση 300 περίπου μ. από τη θάλασσα, βόρεια του μεγάλου ρέματος
στη θέση Μονόπετρα, είχαν προ ετών εντοπισθεί τα λείψανα ενός ακόμη βυζαντινού
11
μοναστηριού. Δυστυχώς αυτά καταστράφηκαν την άνοιξη του 2005 με χρήση
μηχανικού εκσκαφέα, προκειμένου να δημιουργηθεί πλάτωμα για την συγκέντρωση
των υλοτομουμένων στα γύρω δάση καυσόξυλων. Πριν από την καταστροφή από το
καθολικό της μονής διακρινόταν η πολυγωνική κόγχη του ιερού και διαγράφονταν οι
πλάγιοι τοίχοι του, κτισμένοι κατά το αμελές πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής. Στα
βόρεια του καθολικού σωζόταν τμήμα του περιβόλου, μήκους 5 περίπου μ.
Κουτσουπιά. Ανώνυμη Μονή στη θέση Παλαιομονάστηρο Μονόπετρας
(Μονόπετρα Β)
12
Η ύπαρξη λειψάνων ενός βυζαντινού μοναστηριού στη θέση
Παλαιομονάστηρο, κοντά στη Μονόπετρα της Κουτσουπιάς και στα νότια του
μεγάλου ρέματος, είναι γνωστή από
το 1 3, οπότε τ ερείπιά του
παρουσιάσθηκαν συνοπτικά από τον
Ν. Νικονάνο. Κατά τη διάρκεια των
ετών 2005 και 2006 η 7η ΕΒΑ
πραγματοποίησε στο χώρο
αρχαιολογική έρευνα, κατά την οποία
εντοπίσθηκαν τμήματα του περιβόλου
και το καθολικό της Μονής και ερευνήθηκε το γνωστό από παλιά κτήριο που
καταλαμβάνει τη νοτιοανατολική γωνία του συγκροτήματος.
Το καθολικό αποτελείται από τον κυρίως ναό και ένα μεταγενέστερο νάρθηκα. Ο
κυρίως ναός, εξωτερικών διαστάσεων, χωρίς την ημικυκλική κόγχη του ιερού, 5.55 Χ
8.20 μ., είναι μονόχωρος δρομικός. Τα δύο ζεύγη παραστάδων που διάρθρωναν την
εσωτερική επιφάνεια των πλάγιων τοίχων, έφεραν, όπως φαίνεται, δύο σφενδόνια τα
οποία διαιρούσαν το χώρο σε τρία μέρη και η κάλυψη γινόταν, κατά πάσαν
πιθανότητα, με ημικυλινδρικό θόλο. Ο νάρθηκας έχει διαστάσεις 5.25 Χ 5.55 μ. και
97 α
13
καλυπτόταν με άγνωστης μορφής θολοδομία, ενώ στους πλάγιους τοίχους
διαμορφώνονταν αρκοσόλια. Οι τοίχοι του μνημείου ήταν από προσεκτικά
αρμολογημένη αργολιθοδομή από αργούς λίθους και πλίνθους, οι οποίες κατά τόπους
σχηματίζουν σειρές. Το δάπεδό του ναού ήταν μαρμαροθετημένο. Στα κρημνίσματα
βρέθηκαν μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, μεταξύ των οποίων τεμάχια ενός
επιστυλίου τέμπλου, και τμήματα ζεύξεων ορθομαρμαρώσεως, με διάκοσμο μορφής
σχοινίου ή αστραγάλου, τα οποία, όμως, προέρχονται πιθανότατα από παλαιότερο
κτήριο και βρίσκονταν εδώ σε δεύτερη χρήση. Όλα τα ευρήματα βρίσκονται στην
Αρχαιολογική Συλλογή Μελιβοίας. Η χρονολόγηση του ναού δεν είναι με τα
διαθέσιμα στοιχεία εύκολη. Με επιφύλαξη αυτός θα μπορούσε να τοποθετηθεί στον
11ο αιώνα.
Το νοτιοανατολικό κτήριο έχει σε κάτοψη σχήμα ορθογωνίου
παραλληλογράμμου με διαστάσεις 5.45 Χ 6.40 μ. Οι πάχους 60 εκ. τοίχοι του φαίνεται
ότι ήταν κτισμένοι με αργολιθοδομή, εκτός από τον δυτικό, η εξωτερική παρειά του
οποίου ήταν διαμορφωμένη με προσοχή κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής.
Την όψη αυτή διέτρεχε πλίνθινη οδοντωτή ταινία. Το δάπεδο του κτηρίου από
σχιστόπλακες παρουσιάζει έντονη κλίση προς τα βόρεια, όπου διαμορφώνεται μικρή
ορθογώνια δεξαμενή, επιχρισμένη με υδραυλικό κονίαμα, που πιστοποιεί την χρήση
του χώρου ως ληνό.
Παλιουριά. Ναός Αγίας Παρασκευής στη θέση Οστροβός.
Ο κατά την παράδοση αφιερωμένος στην Αγία Παρασκευή βυζαντινός ναός
που υπήρχε στο κτήμα Απόστολου Χαρατσή, στη θέση Οστροβός της Παλιουριάς
ισοπεδώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του
1980. Διασώθηκαν τμήματα γλυπτών
στην Αρχαιολογική Συλλογή Αγιάς, όπως
ανάγλυφα επιθήματα αμφικιονίσκων
(αρ.457, 458), καθώς και εγχάρακτη
κεραμική με ζώα και πουλιά του 12ου
αιώνα.
Παλιουριά. Ανώνυμος ναός στο
κτήμα Γουργιώτη
Μεγάλος ναός έχει επισημανθεί
από παλιά στη βόρεια όχθη του
χειμάρρου λιουριά (1χμ στα δυτι της
παραλιακής θέσης Ταρσανάς), στον οποίο οι καλλιεργητικές εργασίες έχουν
προξενήσει μεγάλες φθορές. Ίχνη κτιρίων διακρίνονται ακόμη στις επιχώσεις στο
Πα . κά
14
βόρειο μέρος του αγρού αλλά δεν έχει διενεργηθεί μέχρι στιγμής ανασκαφική έρευνα.
Πολλά γλυπτά έχουν μεταφερθεί κατά καιρούς στην Αγιά (τμήματα κιονοκράνων,
θυρωμάτων κ.α., με σπουδαιότερο τμήμα επιστυλίου τέμπλου με ανθεμωτή
διακόσμηση [αρ.1299,1300], που ανασύρθηκε από τον παρακείμενο χείμαρρο).
Παλιουριά. Ληνός στον αγρό Γ. Πλάδα
Στην Παλιουριά, στον αγρό Γ. Πλάδα, ανασκάφηκε το 1998 ένας μεγάλος
μεσαιωνικός ληνός. Πρόκειται για προσεγμένης κατασκευής κτήριο με τοίχους
κτισμένους από αργούς λίθους και πλίνθους, που διέθετε ανοικτή δεξαμενή για το
πάτημα των σταφυλιών και κτιστό υπολήνιο. Σε μικρή απόσταση προς τα ανατολικά
υπάρχει τμήμα δεύτερου ληνού όμοιου τύπου. Ο ληνός της Παλιουριάς παρουσιάζει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί σπάνιο δείγμα κτηρίου που σχετίζεται με μια
παραγωγική δραστηριότητα στην περιοχή.
Μελιβοία (Αθανάτη). Μονές στο Όρος Κούτζιμπος
Στο Όρος Κούτζιμπος, στην περιοχή της Μελιβοίας (Αθανάτη), αναφέρεται η
ύπαρξη πλήθους θέσεων με βυζαντινά ερείπια,
τα περισσότερα από τα οποία έχουν ισοπεδωθεί
κατά τη διάρκεια καλλιεργητικών εργασιών.
Τμήματα μοναστηριών διατηρούνται στις
θέσεις Σκάλα Παναγιά, Παλιοπήγαδα και
Καρούτα, στις οποίες δεν έχουν γίνει ακόμη
ανασκαφικές έρευνες. Στην τελευταία βρέθηκε
το 2007 τμήμα ληνού; με έντονα κεκλιμένο
δάπεδο, που ήταν επιχρισμένο με κουρασάνι,
15
όπως και οι τοίχοι του κτίσματος. Το εύρημα επιβεβαιώνει την παράδοση για ομάδα
κατασκευών αυτού του είδους, που διοχέτευαν κρασί με σωλήνες στις δεξαμενές της
Παλιου
8ο αιώνα η μονή
μετακινήθηκε στη σημερινή της θέση (μονή Θεολόγου στη Βελίκα).
εριζιώτη (1986‐1987) αλλά το 2005
υπέστη
τοπίσθηκαν
ων τα
υή
ες
ώ
κα ε
ι τ
γ
ίς
ριάς.
Ιδιαίτερα σημαντική επίσης ήταν η θέση Παλιοθεολόγος, όπου κατά την
ισοπέδωση βυζαντινής μονής το 1994 βρέθηκαν βυζαντινά γλυπτά (αρ.311‐313), καθώς
και μεγάλος θησαυρός χρυσών νομισμάτων της εποχής των Κομνηνών, ο οποίος θα
εκτεθεί στο Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας. Στον ίδιο χώρο βρέθηκε η κτητορική
επιγραφή του 1571, από τη δεύτερη φάση της μονής, ενώ τον 1
Ακρωτήριο Δερματάς. Ανώνυμη Μονή στη θέση Λουτρός
Τα ερείπια του βυζαντινού μοναστηριού στη θέση «Λουτρός» στην περιοχή του
ακρωτηρίου Δερματάς ανασκάφηκαν από τον κ. Λ. Δ
σαν σοβαρές καταστροφές από βανδαλισμό.
Ο περίβολος της Μονής (Σχ.17) έχει σε κάτοψη σχήμα τραπεζίου με διαστάσεις
λείψανα των
μοναστηριακών
κτισμάτ , με ξύ των
οποίων και κυκλική
κατασκε με δάπεδο
από πήλιν πλάκες. Το
καθολικό αποτελείται
από τον κυρίως ναό και
τον σύγχρονο με αυτόν
νάρθηκα. Καθ ς ο
νάρθηκας έχει πλάτος
ελαφρά μεγαλύτερο από
το πλάτος του ναού, το
κτίριο έχει σε κάτοψη
σχήμα Τ. Το συνολικό του
μήκος του είναι 14.00 μ. και το πλάτος του 6.40 μ. στο ναό και 7.20 μ. στο νάρθηκα. Εξ
αιτίας της κλίσης του εδάφους, ο ναός γίνεται στο ανατολικό του άκρο διώροφος και
περιλαμβάνει στο κατώτερο επίπεδο δύο καμαροσκέπαστους χώρους, που πιθανόν να
είχαν ταφική χρήση. Ο ναός
με ημιικυλινδρικό θόλο,
ενώ ο νάρθη ς μ τρία
σταυροθόλ α ή ρία
φουρνικά. Οι τοίχοι του
μνημείου ήταν από αρ ούς
πλακοειδε λίθους και
πλίνθους τοποθετημένες
κυρίως οριζοντίως. Οι όψεις
τoυ ήταν διαρθρωμένες με
αβαθή τυφλά αψιδώματα
με διπλή υποχώρηση, ενώ
δεν υπάρχουν στοιχεία για
35 ως 38 Χ 30 ως 37 μ. Κατά την ανασκαφή εν
είναι μονόχωρος δρομικός και καλυπτόταν πιθανότατα
16
το φωτισμό του. Το δάπεδό του ήταν στρωμένο με πήλινες πλάκες. Στο εσωτερικό
τόσο του ναού όσο και του νάρθηκα υπήρχαν πολυάριθμοι τάφοι. Ο ναός είχε
σημαντικό ζωγραφικό διάκοσμο, από τον οποίο σώθηκαν μεν κατά χώραν μόνον οι
ποδέες, αλλά αρκετά σπαράγματά του βρέθηκαν στην ανασκαφή. Βρέθηκαν επίσης
τμήματα γλυπτών, μεταξύ των οποίων τρία επιθήματα από κιονίσκους παραθύρων
(αρ.338‐340), που φέρουν γεωμετρική διακόσμηση. Η οικοδόμηση του καθολικού της
Μονής στη θέση Λουτρός θα μπορούσε, βάσει συγκρίσεων με άλλα μνημεία της
περιοχής, όπως o τρίκογχος ναός τoυ Κόκκινου Νερού και η Παvαγία Βελίκα, να
τοποθετηθεί με επιφύλαξη στο 12ο αιώνα.
Άνω Σωτηρίτσα (Κάπιστα). Ναός Σωτήρος
Τα ερείπια της βυζαντινής μονής που αναφέρονται από τον Ν. Νικονάνο πέριξ
του μεταβυζαντινού ναϋδρίου του Σωτήρος Χριστού της Άνω Σωτηρίτσας (Κάπιστας)
δεν σώζονται πλέον, διότι καταστράφηκαν κατά την ισοπέδωση του χώρου το 1986. Τα
αξιόλογα βυζαντινά γλυπτά (Εικ.66) που εντοιχίσθηκαν στο νεώτερο ναό, μαζί με
βυζαντινό δομικό υλικό, δείχνουν τη σημασία του βυζαντινού μνημείου που υπήρχε
εδώ και έδωσε το όνομά του στον οικισμό (παλιά Κάπιστα = εκκλησία). Ορισμένα από
αυτά μεταφέρθηκαν στην Αρχαιολογική Συλλογή Μελιβοίας.
Βελίκα. Ναός Παναγίας
Ο γνωστός ως «Παναγία Βελίκα» ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αποτελεί
ένα από τα χαρακτηριστικότερα μνημεία του Όρους των Κελλίων και παρουσιάσθηκε
για πρώτη φορά γύρω στο 1970 από τον Ν. Νικονάνο. Η εκκλησία είναι κτισμένη σε
ομαλή πλαγιά, στις παρυφές της πεδιάδας του Αγιόκαμπου, κοντά στο ρέμα Βελίκα..
Η μαρτυρούμενη ύπαρξη προ ετών γύρω από το ναό ερειπίων σημαίνει ίσως ότι
αρχικά και αυτός ήταν καθολικό μικρού μοναστηριού.
17
Ο ναός της Παναγίας είναι μονόχωρος δρομικός με εξωτερικές διαστάσεις 4.90
Χ 7.50 περίπου μ. και τρίπλευρη κόγχη ιερού. Καλυπτόταν με ελαφρά οξυκόρυφο θόλο
ενισχυμένο από ένα σφενδόνιο, το οποίο βαίνει σε ποδαρικά. Οι τοίχοι του μνημείου,
οι οποίοι βαίνουν σε ψηλή σχετικά κρηπίδα, είναι κτισμένοι από αργούς λίθους
μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται στους οριζόντιους αρμούς σειρές πλίνθων και
στους κατακόρυφους οριζόντια τοποθετημένες πλίνθοι και πλινθία, σε μια διάταξη
που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένα είδος αμελούς πλινθοπερίκλειστου
συστήματος δομής. Ορισμένα τμήματα των όψεων είναι κτισμένα από αμιγή
οπτοπλινθοδομή κατά το σύστημα της αποκεκρυμένης πλίνθου. Η δυτική και οι
πλάγιες όψεις του ναού είναι διαρθρωμένες με αβαθή τυφλά αψιδώματα με διπλή
υποχώρηση, ένα στη δυτική και ανά δύο στη βόρεια και στη νότια, τα τόξα και οι
παραστάδες των οποίων είναι εξ ολοκλήρου από πλίνθους. Τα αψιδώματα
περιβάλλονται από απλή πλίνθινη ταινία εκτός από εκείνα της νότιας πλευράς, τα
οποία περιβάλλονται από οδοντωτή ταινία. Τα γείσα του ναού είναι πλίνθινα διπλά
οδοντωτά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γύρισμα των οριζόντιων γείσων των
πλαγίων πλευρών και στα άκρα της δυτικής και της ανατολικής όψης του κτηρίου.
Στην κόγχη του ιερού, κάτω από το γείσο υπάρχει κεραμικός διάκοσμος μορφής
ζωφόρου με εν σειρά διατεταγμένους στυλίσκους. Κεραμικός διάκοσμος, και
συγκεκριμένα ταινία βαθμιδωτού κοσμήματος, υπάρχει σε τμήμα της νότιας όψης,
ενώ το αέτωμα της ανατολικής όψης κοσμεί πλίνθινος σταυρός. Η είσοδος στο ναό
γινόταν από μια φαρδιά θύρα που ανοιγόταν στο μέσον του δυτικού του τοίχου. Ο
φωτισμός του γινόταν από πέντε δίλοβα παράθυρα, που ανοίγονται ανά ένα στην
κόγχη του ιερού και στα τύμπανα των τυφλών αψιδωμάτων των πλαγίων όψεων. Στα
παράθυρα των πλαγίων όψεων ο διαχωρισμός των λοβών γινόταν με πλίνθινους
πεσσίσκους. Σπάραγμα μαρμαροθετήματος καλής τέχνης που εντοπίσθηκε κατά τη
διάρκεια πρόσφατων εργασιών στερέωσης και εντοιχίσθηκε στη δυτική όψη του ναού
προέρχεται ίσως από το αρχικό του δάπεδο.
18
Το μνημείο, το οποίο παρουσιάζει έντονα τα χαρακτηριστικά της λεγόμενης
Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως και έχει σωστά συνδεθεί με την αρχιτεκτονική της
Μακεδονίας έχει χρονολογηθεί από τον Ν. Νικονάνο στα μέσα ή στο δεύτερο ήμισυ
του 12ου αιώνα. Ο Γ. Βελένης έχει διατυπώσει την άποψη ότι η χρονολόγηση του
μνημείου θα μπορούσε να κατέβει ως και τις αρχές του 13ου αιώνα.
Παρατηρήσεις
Από την παρουσίαση των μνημείων που προηγήθηκε είναι δυνατόν να γίνουν
ορισμένες παρατηρήσεις για την αρχιτεκτονική και την τέχνη στο «Όρος των
Κελλίων», αλλά και για την ιστορία του χώρου στη μέση και την ύστερη βυζαντινή
περίοδο και κατά την πρώιμη Τουρκοκρατία. Έτσι, κατ’ αρχάς από τον αριθμό και τη
χωροθέτηση των μνημείων που παρουσιάσθηκαν, προκύπτει ότι στον Ανατολικό
Κίσσαβο υπήρξε ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός μονών, πράγμα που αποδεικνύει
τη σημασία και την ακμή του μοναστικού κέντρου των Κελλίων κατά τη Μέση και την
Ύστερη βυζαντινή περίοδο. Από την άποψη της πληθώρας και η πυκνότητας των
μοναστηριών τους τα Κελλία φαίνεται ότι μπορεί να παραβληθούν με το Άγιον Όρος,
όπου στη βυζαντινή εποχή υπήρχε επίσης ένας πολύ μεγάλος αριθμός πυκνά
διατεταγμένων μονών και μονυδρίων.
Καθώς η κατάσταση διατηρήσεως των μνημείων των Κελλίων, με ελάχιστες
εξαιρέσεις (εκείνες του ναού της Παναγίας Βελίκα και, σε μικρότερο βαθμό, του
τρίκογχου ναού στη θέση Τσιλιγιώργη του Κόκκινου Νερού), είναι πολύ κακή, η
μελέτη της αρχιτεκτονικής τους παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες. Από την άποψη του
είδους τους τα σωζόμενα κτίσματα είναι κυρίως εκκλησίες αλλά και διάφορα
μοναστηριακά κτήρια κύριων και βοηθητικών χρήσεων, όπως περίβολοι, κτήρια
διαμονής, πύργοι καθώς και κτίσματα που στέγαζαν παραγωγικές δραστηριότητες
που σχετίζονταν με τη λειτουργία μοναστηριών, όπως λ.χ. το συγκρότημα των ληνών
στην Παλιουριά. Η έστω και αποσπασματική διατήρηση στην περιοχή αυτή τόσων
μοναστηριακών κτισμάτων είναι ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς η μελλοντική – όταν η
αρχαιολογική έρευνα προχωρήσει – εξέτασή τους θα μπορεί να συνδράμει τα μέγιστα
στην περαιτέρω μελέτη της βυζαντινής μοναστηριακής αρχιτεκτονικής. Προς το
παρόν μπορεί να σημειωθεί η ποιότητα της κατασκευής ορισμένων μοναστηριακών
κτηρίων, όπως το νοτιοανατολικό κτήριο στη Μονή στη θέση Μονόπετρα Β.
Ορισμένα από τα καθολικά των μοναστηριών των Κελλίων ήταν κτήρια
υψηλών προθέσεων, όπως εκείνα της Μονής του Στομίου και του Παλιομονάστηρο
του Κόκκινου Νερού, ενώ άλλα ήταν μικρά και πιο ταπεινά κτίσματα, όπως εκείνα
των μονών στις θέσεις Μονόπετρα Β, Λουτρός στο Ακρωτήριο Δερματάς και
Τσιλιγιώργη στο Κόκκινο Νερό, τα οποία, όμως, συχνά εκπλήσσουν με τη σχετικά
προσεγμένη αρχιτεκτονική και την ποιότητα του διακόσμου τους. Οι περισσότερες
εκκλησίες είναι μετρίων διαστάσεων και πολλές διαθέτουν νάρθηκα, άλλοτε εξ
αρχής, όπως στα καθολικά των μονών Στομίου, Παλιομονάστηρου Κόκκινου Νερού,
Λουτρού Ακρωτηρίου Δερματά και Πηγαδίου Καρίτσας, και άλλοτε εκ προσθήκης,
όπως στο καθολικό της Μονής στη θέση Μονόπετρα Β και στο ναό του οικοπέδου
Τσανάκα στο Κόκκινο Νερό. Σε μια περίπτωση, στο καθολικό της Μονής Στομίου,
είναι πολύ πιθανόν ο νάρθηκας να ήταν διώροφος, να διέθετε, δηλαδή, ο ναός
Κατηχούμενα. Σε πολλούς ναούς, όπως στα καθολικά της Μονής Στομίου, του
19
Παλιομονάστηρου του Κόκκινου Νερού και της Μονής στη θέση Μονόπετρα Β,
διαπιστώνεται η συνήθης στη βυζαντινή αρχιτεκτονική πρακτική της προσθήκης
προσκτισμάτων, κυρίως ναρθήκων και εξωναρθήκων ή στοών.
Από την άποψη της τυπολογίας στη ναοδομία των Κελλίων διαπιστώνεται
μεγάλη σχετικά ποικιλία. Οι περισσότεροι από τους σωζόμενους ναούς, εκείνοι της
Αγίας Παρασκευής στο Ομόλιο, της Παγίας Βελίκα και τα καθολικά των μονών στις
θέσεις Μονόπετρα Β, Λουτρός στο Ακρωτήριο Δερματάς και Πηγάδι Καρίτσας,
ανήκουν στον ιδιαίτερα διαδεδομένο τύπο των μονόχωρων δρομικών. Ένας μόνο από
τους ναούς, ο ναός της Παναγίας στην Καρίτσα, ανήκε κατά πάσα πιθανότητα στον
τύπο των τρίκλιτων βασιλικών. Επίσης ένας μόνο ναός, ο ναός στη θέση Τσιλιγιώργη
του Κόκκινου Νερού, ανήκε στον τύπο των μονόχωρων τρικόγχων. Τέσσερις, τέλος,
ναοί, τα καθολικά των μονών Αγίων Αποστόλων και Αγίου Δημητρίου στο Στόμιο,
Παλιομονάστηρου Κόκκινου Νερού και ο ναός του οικοπέδου Τσανάκα, επίσης στο
Κόκκινο Νερό, από τους οποίους ο πρώτος είναι ίσως μεταβυζαντινός, ανήκουν στον
τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου. Οι τρεις πρώτοι ήταν σύνθετοι τετρακιόνιοι,
ανήκαν, δηλαδή, σε έναν τύπο του οποίου λίγα παραδείγματα μας είναι προς το
παρόν γνωστά στη Θεσσαλία. Ο τέταρτος ήταν μάλλον δικιόνιος. Ενδιαφέρον
εξάλλου παρουσιάζει η απουσία μεταξύ των γνωστών καθολικών των μονών των
Κελλίων ναών αθωνικού τύπου, πράγμα που πιστοποιεί τη μικρή σχετικά διάδοση του
τύπου στη μέση βυζαντινή περίοδο.
Τόσο στον τομέα της τυπολογίας, όσο και – κυρίως – σε εκείνους της
μορφολογίας και της κατασκευής οι βυζαντινοί ναοί των Κελλίων είναι σαφές ότι
συνδέονται περισσότερο με την οικοδομική παράδοση της Μακεδονίας, πράγμα που,
όπως έχει παρατηρηθεί, ισχύει σε μεγάλο βαθμό στη Θεσσαλία. Η εξέταση ναών που
για πρώτη φορά παρουσιάζονται εδώ, όπως τα καθολικά των Μονών στις θέσεις
Λουτρός στο Ακρωτήριο Δερματάς και Μονόπετρα Β, επιβεβαιώνουν σαφώς την
παραπάνω άποψη. Η σχέση, εξ άλλου, που, σύμφωνα με μιαν άποψη του καθ. Γ.
Βελένη, ενδεχομένως υπάρχει μεταξύ της αρχιτεκτονικής των Κελλίων και εκείνης
της Νίκαιας, δεν μπορεί, παρά το γεγονός ότι τα διαθέσιμα στοιχεία είναι
περιορισμένα, να αποκλεισθεί. Από τα μορφολογικά και κατασκευαστικά στοιχεία
που εντοπίζονται στους ναούς του Ανατολικού Κισσάβου μεγαλύτερο ενδιαφέρον
παρουσιάζουν τα εξής: Οι όψεις των περισσοτέρων ναών ήταν διαρθρωμένες με
τυφλά αψιδώματα και οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων τους ήταν σε πολλές
περιπτώσεις διαρθρωμένες με παραστάδες, σε αντιστοιχία με τα τόξα που έφεραν τη
θολοδομία, κατά το σύστημα της «Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως». Εξωτερικά οι
κόγχες ήταν συνήθως τρίπλευρες, κατά το σύνηθες στη δεύτερη χιλιετία. Σε μια μόνο
περίπτωση η κόγχη του ιερού έχει σε κάτοψη σχήμα ημικυκλικό, διατηρεί, δηλαδή, τη
χαρακτηριστική μορφή της λεγόμενης «Προελλαδικής Σχολής», που είχε ευρεία
διάδοση κατά την πρώτη χιλιετία αλλά, υπό ορισμένες συνθήκες και αργότερα. Σε δύο
τουλάχιστον σταυροειδείς εγγεγραμμένους ναούς η μεσαία κόγχη του ιερού του ναού
ήταν τρίπλευρη, ενώ οι δύο πλάγιες ημικυκλικές, μια διάταξη με παλαιά καταγωγή
που φαίνεται ότι επιβίωσε ως την υστεροβυζαντινή εποχή. Οι τοίχοι των φτωχότερων
κυρίως ναών ήταν κατασκευασμένοι από αργολιθοδομή, από τοπικούς λίθους μεταξύ
των οποίων παρεμβάλλονταν πλίνθοι ή πλινθία, κάποτε με τρόπο που έδινε την
εντύπωση αμελούς πλινθοπερίκλειστου συστήματος δομής. Σε ορισμένες
περιπτώσεις, όπως σε εκείνες του καθολικού του Παλιομονάστηρου του Κόκκινου
20
Νερού και, ίσως, και εκείνου της Μονής Στομίου, οι τοίχοι ήταν κτισμένοι από
εναλλάξ ζώνες λιθοδομής και πλινθοδομής, δηλαδή κατά το σύνηθες στην
αρχιτεκτονική της Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως και των περιοχών της επιρροής
της «μικτό σύστημα» τοιχοποιίας, το γνωστό από τη Ρωμαϊκή εποχή ως «opus
mixtum». Σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, στο καθολικό του Παλιομονάστηρου και
στο ναό της Παναγίας Βελίκα, έχει χρησιμοποιηθεί στην τοιχοποιία οπτοπλινθοδομή
κατασκευασμένη κατά το σύστημα της αποκεκρυμένης πλίνθου. Όσον αφορά την
κατασκευή, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο εντοπισμός σε ορισμένα από τα
εξεταζόμενα κτήρια, όπως στο καθολικό της Μονής Στομίου, παραδειγμάτων
συστημάτων ενισχύσεως της τοιχοποιϊας με ξυλοδεσιές και θεμελιώσεως των κιόνων
σε ανεξάρτητα μεταξύ τους και από τους τοίχους βάθρα και όχι σε διασταυρούμενους
«θεμελιότοιχους» ή άλλα εξελιγμένα συστήματα, μιας πρακτικής η οποία φαίνεται
ότι ήταν επίσης συνήθης στη βυζαντινή αρχιτεκτονική.
Εξ αιτίας της κακής κατάστασης διατήρησης των ναών δεν είναι μας είναι
επαρκώς γνωστά στοιχεία σχετικά με τα ανοίγματα των θυρών και κυρίως των
παραθύρων τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο φωτισμός του εσωτερικού των
εκκλησιών γινόταν από τα τυπικά στη βυζαντινή αρχιτεκτονική μονόλοβα, δίλοβα ή
και τρίλοβα παράθυρα, οι λοβοί των οποίων χωρίζονταν με μαρμάρινους
αμφικιονίσκους, αλλά κάποτε, όπως στο ναό της Παναγίας Βελίκα, με πλίνθινους
πεσσίσκους. Είναι ωστόσο γνωστό ένα τουλάχιστον παράδειγμα, στο καθολικό του
Παλιομονάστηρου του Κόκκινου Νερού, όπου, όπως συχνά συμβαίνει σε μνημεία
αξιώσεων της Σχολής, συνήθως, της Κωνσταντινουπόλεως, σύνθετα ανοίγματα ήταν
διαμορφωμένα στα τύμπανα της εγκάρσιας κεραίας του σταυρού. Λίγα πράγματα
επίσης μας είναι γνωστά για τον κεραμεικό διάκοσμο, που φαίνεται ότι κοσμούσε τις
όψεις ορισμένων τουλάχιστον από τους ναούς, όπως λ.χ. εκείνον της Παναγίας
Βελίκα. Πρόκειται για ταινίες οδοντωτές ή άλλες, ζωφόρους και εντυπωσιακά
πλίνθινα οδοντωτά γείσα. Πολλοί από τους ναούς διέθεταν μαρμάρινα δάπεδα,
πολλά από τα οποία φαίνεται ότι ήταν εξαιρετικής ποιότητος. Εξάλλου, αρκετοί ναοί,
είχαν πλούσιο γλυπτό διάκοσμο.
Από τη συνοπτική εξέταση που προηγήθηκε, καθίσταται σαφής η μεγάλη
σημασία της αρχιτεκτονικής των μεσοβυζαντινών και υστεροβυζαντινών
μοναστηριών του Όρους των Κελλίων και το ενδιαφέρον που αυτή παρουσιάζει για τη
μελέτη της αρχιτεκτονικής όχι μόνο της Θεσσαλίας, αλλά και των γειτονικών
περιοχών και της βυζαντινής αρχιτεκτονικής γενικότερα. Μεγάλο, εξάλλου,
ενδιαφέρον παρουσιάζει και η συνέχεια της αρχιτεκτονικής αυτής κατά την περίοδο
της Τουρκοκρατίας, της οποίας τα παραδείγματα, αν και πολύ λιγότερα, φαίνεται ότι
δεν υστερούν σε ποιότητα. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, όπως σε εκείνη του
Καθολικού της Μονής του Τσάγεζι, αυτά αποτελούν μνημεία εξαιρετικής σημασίας.
Συντομογραφίες
ΑΔ Αρχαιολογικόν Δελτίον
ΑΒΜΕ Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος
ΑΕΘΣΕ Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας
ΑΘΜ Αρχείον Θεσσαλικών Μελετών
BSCA Byzantine Studies Conference, Abstracts
21
22
ΕΕΒΣ Ελληνική Επετηρίς Βυζαντινών Σπουδών
ΘεσσΗμ Θεσσαλικό Ημερολόγιο
TM Travaux et Mémoires
JÖB Jahrbuch des Östereichische Byzantinistik